Αναπληρωτές Υπουργών
CM Έγγραφα
__________________________
1081η Συνεδρίαση, 31 Μαρτίου 2010
4 Δικαιώματα του Ανθρώπου
4.7 Διευθύνουσα Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (CDDH-ΔΕΔΑ)
Σχέδιο Σύστασης CM/Rec(2010)5 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου – Αιτιολογική έκθεση
__________________________
Σχέδιο Σύστασης CM/Rec(2010)5 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Η παρούσα αιτιολογική έκθεση συντάχθηκε από τη Γραμματεία σε συνεργασία με τον Πρόεδρο της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου (DH-LGBT).
I. Εισαγωγή
Σε διάστημα τριάντα περίπου ετών, τα διάφορα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησαν ποικίλα κείμενα αναφορικά με τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου. Από το 1981, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση (ΚΣΣΕ) έχει υιοθετήσει πολλές συστάσεις προς την Επιτροπή Υπουργών ενώ έκθεση για τις «Διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου» βρίσκεται, επί του παρόντος, στο στάδιο προετοιμασίας από την Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τον Μάρτιο 2007, το Κογκρέσο των Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε τη Σύσταση 211 (2007) για την ελευθερία του συνέρχεσθαι και την ελευθερία έκφρασης των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων και των διαφυλικών ατόμων. Η ίδια η Επιτροπή Υπουργών έχει υιοθετήσει απαντήσεις στις προαναφερθείσες συστάσεις της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης και του Κογκρέσου και, πιο πρόσφατα, υιοθέτησε ποικίλες απαντήσεις σε γραπτές ερωτήσεις μελών της ΚΣΣΑ, όπου επαναλαμβάνει την αρχή της ισότιμης απόλαυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως προσωπικών χαρακτηριστικών, όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου, και καλύπτει, κατά κύριο λόγο, τους τομείς της ελευθερίας της έκφρασης, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι, και του λόγου. Ο Γενικός Γραμματέας και ο Επίτροπος για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχουν, κατά καιρούς, προβεί σε δημόσιες δηλώσεις καταγγέλλοντας την ομοφοβία και τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Επίτροπος για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει, επίσης, αφιερώσει μέρος των ετήσιων εκθέσεων δραστηριοτήτων του, κυρίως για τα έτη 2006 και 2008, στο πρόβλημα των διακρίσεων κατά λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών ενώ έχει ετοιμάσει μία σειρά εγγράφων θεματικού περιεχομένου.
Ενώ ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου δεν αναφέρονται ρητά στον κατάλογο των λόγων διακρίσεων που εγγυάται το Άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το 12ο Πρωτόκολλο αυτής (γενική απαγόρευση των διακρίσεων), η απαρίθμηση αυτή είναι ενδεικτική και τίποτα δεν εμποδίζει στην πράξη τη συμπερίληψή τους στα προστατευόμενα χαρακτηριστικά. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το Δικαστήριο) έχει ήδη αναγνωρίσει ότι το Άρθρο 14 καλύπτει το σεξουαλικό προσανατολισμό[1] ενώ στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το Πρωτόκολλο 12 αναφέρεται πως το κείμενο αυτό παρέχει προστασία έναντι διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Ενώ δεν υπάρχει ρητή αναφορά στην ταυτότητα φύλου, εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή καλύπτεται εξίσου από το Άρθρο 14 και το Πρωτόκολλο 12. Το Δικαστήριο έχει δηλώσει ότι:
για τους σκοπούς του Άρθρου 14, μία διαφορετική μεταχείριση συνιστά διάκριση αν δεν βασίζεται σε αντικειμενική και εύλογη αιτιολογία. Με άλλα λόγια, αν δεν υπακούει σε ένα θεμιτό σκοπό ή αν δεν υφίσταται μία εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του σκοπού προς πραγματοποίηση.[2] Το Δικαστήριο έχει, επίσης, κρίνει ότι το περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνουν τα κράτη σε τέτοιες περιπτώσεις, αγγίζοντας μία από τις πιο ενδόμυχες πτυχές της ιδιωτικής ζωής, είναι στενό, ενώ πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι για να αιτιολογηθεί επέμβαση από δημόσια αρχή.[3] Το κριτήριο της αναλογικότητας δεν απαιτεί απλά μία τέτοια επέμβαση να είναι, κατ’ αρχήν, κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού: πρέπει, επίσης, να αποδεικνύεται ότι είναι απαραίτητη για την επίτευξη του σκοπού.[4]
Άλλοι διεθνείς οργανισμοί έχουν καταρτίσει παρόμοια κείμενα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με το Άρθρο 13 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έχει συμπεριλάβει ρητά το σεξουαλικό προσανατολισμό στον κατάλογο των λόγων διακρίσεων ενώ το Άρθρο 21(1) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει γενική διάταξη κατά των διακρίσεων, όπου αναφέρεται ρητά ο «σεξουαλικός προσανατολισμός» στον κατάλογο των απαγορευμένων λόγων. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει υιοθετήσει οδηγία που διαμορφώνει ένα γενικό πλαίσιο για ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία[5] κάνοντας ρητή αναφορά στο σεξουαλικό προσανατολισμό ενώ εξετάζει, επί του παρόντος, πρόταση για οδηγία σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού σε τομείς πέραν της απασχόλησης. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε, επίσης, την ευκαιρία να αποφανθεί για διάφορες εκφάνσεις του ζητήματος των διακρίσεων κατά λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών,[6] κυρίως σχετικά με την πρόσβαση των διαφυλικών στην απασχόληση και την κοινωνική ασφάλιση. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η απόλυση ατόμου που σκοπεύει να υποβληθεί ή έχει ήδη υποβληθεί σε εγχείριση αλλαγής φύλου, θεωρείται διάκριση λόγω φύλου κατά το κοινοτικό δίκαιο.[7] Τέλος, ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) έχει δημοσιεύσει δύο εκθέσεις με τίτλο «Ομοφοβία και διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου».[8]
Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ/ΓΔΘΔΑ) εξέδωσε πρόσφατα διάφορες εκθέσεις και έγγραφα αναλύοντας ορισμένες πτυχές των ζητημάτων των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου στα συμμετέχοντα κράτη του ΟΑΣΕ: τις ετήσιες εκθέσεις για τα έτη 2006 και 2007 σχετικά με «Προκλήσεις και απαντήσεις στα κρούσματα μισαλλοδοξίας στη ζώνη του ΟΑΣΕ», που αναφέρονται μεταξύ άλλων στη μισαλλοδοξία έναντι λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών, την έκθεση της 9ης Μαρτίου 2009 «Νόμοι για τα εγκλήματα μίσους: πρακτικός οδηγός», το Εγχειρίδιο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες του Προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων του ΟΑΣΕ/ΓΔΘΔΑ,[9] την έκθεση για τους «Υπερασπιστές των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην περιοχή του ΟΑΣΕ: προκλήσεις και καλές πρακτικές», Απρίλιος 2007-Απρίλιος 2008.[10]
Η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών προέβη σε δήλωση, με την υποστήριξη 66 κρατών,[11] την 17η Δεκεμβρίου 2008, καταγγέλλοντας τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, όπως φόνους, βασανιστήρια, αυθαίρετες συλλήψεις, στέρηση οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην υγεία. Η δήλωση αυτή ήταν η πρώτη του είδους της από τη Γενική Συνέλευση. Οι μηχανισμοί των Ηνωμένων Εθνών που ασχολούνται με τα δικαιώματα του ανθρώπου – τα όργανα της συνθήκης και το Συμβούλιο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – καλούνται πιο συχνά να αντιμετωπίσουν ζητήματα διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.[12] Σε γενικές γραμμές, προβληματισμοί σχετικά με διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού λαμβάνονται υπόψη ολοένα και περισσότερο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το καθοδηγητικό σημείωμα για τα αιτήματα προσφύγων που σχετίζονται με το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου[13], το οποίο δημοσίευσε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) τον Νοέμβριο 2008. Παράλληλα, η Επιτροπή για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών έχει δημοσιεύσει γενικές παρατηρήσεις για την καταπολέμηση των διακρίσεων στην άσκηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Άρθρο 2 (παράγραφος 2) του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, επαναλαμβάνοντας ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου συγκαταλέγονται στους λόγους διάκρισης που απαγορεύει το Σύμφωνο, δηλαδή στην κατηγορία της «κάθε άλλης κατάστασης».[14] Περαιτέρω, η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Παιδιού του ΟΗΕ έχει δηλώσει σαφώς ότι η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων νομοθετικής φύσης, που παρέχουν προστασία κατά των διακρίσεων σε βάρος των παιδιών λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.[15] Η Επιτροπή έχει επίσης εκφράσει την ανησυχία της για το γεγονός ότι νεαροί ομοφυλόφιλοι και διαφυλικοί δεν έχουν πρόσβαση στην κατάλληλη πληροφόρηση, υποστήριξη και απαραίτητη προστασία για να μπορέσουν να ζήσουν το σεξουαλικό προσανατολισμό τους.[16]
Η παρούσα έκθεση αποτελεί το πρώτο κείμενο της Επιτροπής Υπουργών με συγκεκριμένο αντικείμενο τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.
Σε δήλωσή της κατά την 1031η συνεδρίαση των Αναπληρωτών Υπουργών στις 2Ιουλίου 2008, η Επιτροπή Υπουργών υπογράμμισε τη δέσμευσή της για τήρηση της αρχής ίσων δικαιωμάτων και αξιοπρέπειας για όλους τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών. Σημειώνοντας ότι οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, η ομοφοβία και η μισαλλοδοξία έναντι διαφυλικών ατόμων παρέμεναν ευρέως διαδεδομένα φαινόμενα στην Ευρώπη, η Επιτροπή Υπουργών επανέλαβε ότι τα πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ανεκτικότητα και την καταπολέμηση των διακρίσεων ισχύουν σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες ενώ οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου δεν είναι συμβατές με το μήνυμα αυτό.
Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή Υπουργών έδωσε εντολή στη Διευθύνουσα Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (CDDH – στο εξής: ΔΕΔΑ) να ετοιμάσει σύσταση για μέτρα καταπολέμησης των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, να διασφαλίσει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών και να προωθήσει την ανεκτικότητα προς τα άτομα αυτά. Επισημάνθηκε, ιδιαιτέρως, ότι η σύσταση πρέπει να αναφέρει συγκεκριμένα μέτρα για το σκοπό αυτό. Τούτο σημαίνει ότι το κείμενο προς σύνταξη δεν θα έπρεπε να βασίζεται αυστηρά σε πρότυπα και αρχές των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά παράλληλα να στοχεύει σε ένα πρακτικό αποτέλεσμα.
Η Επιτροπή Υπουργών αποφάσισε επίσης να καλέσει όλες τις διευθύνουσες επιτροπές αλλά και άλλες επιτροπές που εμπλέκονται με τη διακυβερνητική συνεργασία στο Συμβούλιο της Ευρώπης να δώσουν τη δέουσα προσοχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων όρων εντολής τους, στις τρέχουσες και μέλλουσες δραστηριότητές τους προκειμένου να ανταποκριθούν στην ανάγκη των κρατών μελών να αποφύγουν και να επανορθώσουν κάθε διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, αλλά και να προβούν σε προτάσεις για συγκεκριμένες διακυβερνητικές και άλλες δραστηριότητες με σκοπό την ενίσχυση, τόσο στο νόμο, όσο και στην πράξη, των ίσων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών, και την καταπολέμηση των σε βάρος τους διακρίσεων στην κοινωνία.
Κατά την 1048η συνεδρίασή της που πραγματοποιήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή Υπουργών ενέκρινε τους όρους εντολής που ανατέθηκαν στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τις διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου (DH-LGBT), υπό την εποπτεία της ΔΕΔΑ. Η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων συνεδρίασε δύο φορές προκειμένου να προετοιμάσει το σχέδιο σύστασης. Αποφάσισε ότι στο παράρτημα της σύστασης πρέπει να αναφέρονται οι αρχές που πηγάζουν από υπάρχοντα ευρωπαϊκά και διεθνή κείμενα, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπό το φως της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η ΔΕΔΑ ενέκρινε το προτεινόμενο κείμενο της παρούσας σύστασης κατά την 69η συνεδρίασή της (24-27 Νοεμβρίου 2009) και το διαβίβασε στην Επιτροπή Υπουργών, η οποία και το υιοθέτησε.
II. Σχόλια
Γενικές παρατηρήσεις
Η παρούσα σύσταση καλεί τα κράτη μέλη να εγγυηθούν ότι οι αρχές και τα μέτρα που προβλέπονται στο παράρτημα αυτής εφαρμόζονται στην εθνική νομοθεσία, τις πολιτικές και τις πρακτικές που σχετίζονται με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών και την προώθηση της ανεκτικότητας προς τα άτομα αυτά.
Το σημείο αφετηρίας των αρχών και μέτρων που αναφέρονται στο Παράρτημα της Σύστασης είναι η ανάγκη καταπολέμησης ιδιαιτέρως υψηλών επιπέδων διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου. Οι λεσβίες, οι ομοφυλόφιλοι, οι αμφιφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί υπόκεινται εδώ και αιώνες - σε όλη την Ευρώπη και σε όλους τους τομείς της ζωής - σε ομοφοβία, τρανσφοβία και άλλες μορφές διαδεδομένης και διαρκούς μισαλλοδοξίας λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου οδηγώντας σε εχθρικές πράξεις που κυμαίνονται από τον κοινωνικό αποκλεισμό στις διακρίσεις. Ως αποτέλεσμα, πολλοί είναι αυτοί που αναγκάζονται να κρύψουν ή να καταπνίξουν την ταυτότητά τους ζώντας μέσα στο φόβο και την αφάνεια, ακόμα και μέσα στην ίδια τους την οικογένεια.
Οι αρχές βασίζονται κυρίως στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (συμπεριλαμβανομένου του αναθεωρημένου Χάρτη) ενώ υπάρχουν αναφορές, μεταξύ άλλων, στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων αλλά και τη νομολογία των αντίστοιχων δικαστηρίων και συμβατικών οργάνων. Μόνο τα κράτη μέλη που έχουν επικυρώσει τα προαναφερθέντα κείμενα, τα οποία κείμενα αποτελούν και τον πυρήνα των αρχών της Σύστασης, δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις και την απορρέουσα νομολογία. Ωστόσο, τα σημαντικά αυτά διεθνή κείμενα των δικαιωμάτων του ανθρώπου μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης ενώ όλα τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να σέβονται τις αρχές, να εφαρμόζουν τα απαραίτητα μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου και να προωθούν την ανεκτικότητα. Σημαντικές αναφορές γίνονται και σε άλλα κείμενα, συμπεριλαμβανομένης της Λευκής Βίβλου για το Διαπολιτισμικό Διάλογο, του Ευρωπαϊκού Χάρτη Αθλητισμού, των Ψηφισμάτων της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης 1608 (2008) – Αυτοκτονίες παιδιών και εφήβων στην Ευρώπη: ένα σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας, και 1660 (2009) – Κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, και των Συστάσεων της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη R(97)20 για το «Μισαλλόδοξο Λόγο», Rec(2001)10 για τον «Ευρωπαϊκό Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας» και Rec(2007)17 για τα «πρότυπα και τους μηχανισμούς ισότητας των φύλων», αλλά και της Σύστασης Γενικής Πολιτικής αριθ. 10 της ECRI για την καταπολέμηση του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων εντός και μέσω της σχολικής εκπαίδευσης.
Οι δράσεις για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου πρέπει να ξεκινούν με εξέταση των ισχύοντων νομοθετικών και άλλων μέτρων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν, άμεσα ή έμμεσα, σε διακρίσεις σε βάρος ενός ατόμου ή μίας ομάδας ατόμων βάσει των παραπάνω χαρακτηριστικών. Πρέπει, επίσης, να περιλαμβάνουν την πραγματοποίηση σχετικής έρευνας, όπως επίσης τη συλλογή και ανάλυση σχετικών δεδομένων προκειμένου να ελέγχεται συστηματικά και αποτελεσματικά ο αντίκτυπος των νομοθετικών και άλλων μέτρων στο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου και να αποκαθίσταται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση βάσει αυτών των χαρακτηριστικών. Οι δράσεις αυτές απαιτούν κάποιο χρόνο για να εφαρμοστούν πλήρως ενώ προβλέπεται διαφορετικό χρονοδιάγραμμα για κάθε δράση χωριστά. Γίνεται, επίσης, κατανοητό ότι χρειάζεται να αρθούν μόνο περιορισμοί που εισάγουν διακρίσεις.
Στο πλαίσιο αυτό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στις υποθέσεις Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου[17]και Norris κατά Ιρλανδίας,[18] έκρινε ότι η διατήρηση σε ισχύ της νομοθεσίας που απαγόρευε τις ομοφυλοφιλικές πράξεις στην ιδιωτική σφαίρα, αποτελούσε συνεχή επέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντα για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής (που περιελάμβανε τη σεξουαλική του ζωή), ακόμα και στην περίπτωση που ο εν λόγω νόμος δεν οδηγούσε, πλέον, σε ποινική δίωξη. Πριν την κατάργησή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε δηλώσει, στην έκθεσή της για την υπόθεση Sutherland κατά Ηνωμένου Βασιλείου,[19] ότι ακόμα κι αν ο προσφεύγων δεν είχε καταδικαστεί ή απειληθεί με ποινική δίωξη, η ύπαρξη και μόνο της συγκεκριμένης νομοθεσίας επηρέαζε την προσωπική του ζωή. Περαιτέρω, απαντώντας στη Σύσταση 211 (2007) του Κογκρέσου των Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών, η Επιτροπή Υπουργών τόνισε ότι «σε μία σειρά αποφάσεων,[20] το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει πως κάθε διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού είναι αντίθετη με τη Σύμβαση. Όλα τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τη Σύμβαση κατά την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, κυρίως υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου».[21]
Αναφορικά με τα μέτρα ελέγχου, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε υιοθέτηση και αποτελεσματική εφαρμογή περιοδικών σχεδίων δράσης σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, αλλά και να χρησιμοποιήσουν δείκτες για τη μέτρηση, τόσο των αποτελεσμάτων, όσο και της προόδου που σημειώθηκε κατά την εφαρμογή τους.
Συγκεκριμένα μέτρα πρέπει, επίσης, να υιοθετηθούν και να υλοποιηθούν επιτυχώς έτσι ώστε να καταπολεμηθούν οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, να διασφαλιστεί ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών και να προωθηθεί η ανεκτικότητα προς τα άτομα αυτά. Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που διαθέτουν, επαρκούν για την καταπολέμηση των διακρίσεων βάσει αυτών των χαρακτηριστικών ενώ παράλληλα οφείλουν να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν αποτελεσματικά μία συνεκτική στρατηγική, συμπεριλαμβανομένης μακροπρόθεσμης εκπαίδευσης και προγραμμάτων ευαισθητοποίησης, με σκοπό την αντιμετώπιση των διακρίσεων και μεροληπτικών συμπεριφορών στο ευρύ κοινό και την εξάλειψη των προκαταλήψεων και στερεοτύπων (για παράδειγμα, με σαφή πολιτικά μηνύματα που στοχεύουν το ευρύ κοινό, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών μέσων ενημέρωσης).
Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι τα θύματα έχουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, ακόμα και στην περίπτωση που η παραβίαση έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν με επίσημη ιδιότητα. Οι προσφυγές αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές, συμπεριλαμβανομένης – όπου ενδείκνυται - της παροχής επαρκούς αποζημίωσης στα θύματα διακρίσεων. Πρέπει, ακόμα, να λάβουν μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα θύματα είναι ενήμερα για την ύπαρξη αυτών των μέσων ένδικης προστασίας.
Τα κράτη μέλη καλούνται, επίσης, να διασφαλίσουν, μέσω κατάλληλων μέσων και πρωτοβουλιών (συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου), ότι το περιεχόμενο αυτής της Σύστασης (και του Παραρτήματός της) τυγχάνει όσο το δυνατόν ευρύτερης διάδοσης έτσι ώστε να ενημερωθούν οι λεσβίες, οι ομοφυλόφιλοι, οι αμφιφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί για το δικαίωμά τους σε ίση μεταχείριση, όπως επίσης να υπάρξει ευαισθητοποίηση της δημόσιας διοίκησης, των δομών επιβολής νόμου (συμπεριλαμβανομένου του δικαστικού σώματος και του σωφρονιστικού συστήματος), των εθνικών δομών προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, του εκπαιδευτικού συστήματος και του τομέα της υγείας, όπως εξίσου των εκπροσώπων των εργαζομένων και εργοδοτών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των μέσων ενημέρωσης και των σχετικών μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Όσον αφορά την παρακολούθηση της Σύστασης, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών καλούνται να επανεξετάσουν την εφαρμογή της, μέσω της Επιτροπής Υπουργών, τρία χρόνια μετά την υιοθέτησή της.
I. Δικαίωμα στη ζωή, την ασφάλεια και την προστασία από βία
A.«Εγκλήματα μίσους» και άλλα «κρούσματα μισαλλοδοξίας»
1 – 2. Τα εγκλήματα μίσους είναι εγκλήματα που διαπράττονται λόγω της πραγματικής ή εικαζόμενης συμμετοχής του θύματος σε μία συγκεκριμένη ομάδα που συνήθως προσδιορίζεται από τη φυλή, τη θρησκεία, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, την ιθαγένεια, την εθνότητα, την αναπηρία, κλπ.[22] Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης, ο όρος «κρούσματα μισαλλοδοξίας» χρησιμοποιείται για να συμπεριλάβει κάθε περιστατικό ή πράξη – ανεξαρτήτως αν κατατάσσεται από την εθνική νομοθεσία σε ποινικό αδίκημα ή όχι – κατά στοχευμένων προσώπων ή περιουσίας λόγω της πραγματικής ή εικαζόμενης συμμετοχής ή σχέσης με μία ομάδα. Ο όρος είναι αρκετά ευρύς έτσι ώστε να καλύπτει ένα φάσμα εκδηλώσεων μισαλλοδοξίας από απλά περιστατικά υποκινούμενα από προκαταλήψεις έως ποινικές πράξεις.[23] Τα «εγκλήματα μίσους» και τα άλλα «κρούσματα μισαλλοδοξίας» προκαλούν μεγάλη σύγχυση στα θύματα και την κοινότητά τους ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι από την πλευρά του θύματος αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως στοχοποιήθηκε λόγω αμετάβλητου θεμελιώδους χαρακτηριστικού της ταυτότητάς του.[24] Επιπλέον, απειλούν τον πυρήνα των δημοκρατικών κοινωνιών και το κράτος δικαίου καθώς προσβάλλουν τη βασική αρχή της αξιοπρέπειας και δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων, όπως αυτή προβλέπεται στο Άρθρο 1 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Οι λεσβίες, οι ομοφυλόφιλοι, οι αμφιφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί αποτελούν το στόχο πολλών τέτοιων εγκλημάτων ή κρουσμάτων. Σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) με τίτλο «Προκλήσεις και απαντήσεις στα κρούσματα μισαλλοδοξίας στη ζώνη του ΟΑΣΕ»,[25] τα ομοφοβικά εγκλήματα και κρούσματα χαρακτηρίζονται συχνά από ιδιαίτερη σκληρότητα και βιαιότητα, ενώ συνήθως περιλαμβάνουν σοβαρούς ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς και σεξουαλικές επιθέσεις, μπορεί δε να καταλήξουν σε θάνατο. Μπορεί, επίσης, να λάβουν τη μορφή υλικών ζημιών, προσβολών και λεκτικών επιθέσεων, απειλών και εκφοβισμών.
Εξυπακούεται ότι τα καταλληλότερα μέτρα και διαδικασίες για να αντιμετωπιστούν τα εγκλήματα μίσους ή τα κρούσματα μισαλλοδοξίας εξαρτώνται από τις ισχύουσες εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, δηλαδή, κατά πόσον αφορά παραβίαση του εθνικού ποινικού, αστικού ή διοικητικού δικαίου ή άλλων κανονισμών (πειθαρχικών διαδικασιών, κλπ.). Συνεπώς, όροι όπως «έρευνα» και «κυρώσεις» πρέπει να ερμηνεύονται με την ευρύτερη έννοια λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Τα νομοθετικά μέτρα για την καταπολέμηση αυτών των εγκλημάτων έχουν πρωταρχική σημασία. Καταγγέλλοντας κίνητρα υποκινούμενα από διακρίσεις, στέλνουν μήνυμα στους παραβάτες ότι μία δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία δεν ανέχεται τέτοιες συμπεριφορές. Αναγνωρίζοντας τη βλάβη που υπέστησαν τα θύματα, τα μέτρα αυτά προσφέρουν στα θύματα και την κοινότητά τους την ασφάλεια ότι προστατεύονται από το ποινικό δικαστικό σύστημα. Επιπλέον, η ύπαρξη τέτοιων νόμων καθιστά πιο ορατά τα εγκλήματα μίσους και τα κρούσματα μισαλλοδοξίας διευκολύνοντας παράλληλα τη συλλογή στατιστικών δεδομένων που με τη σειρά τους έχουν μεγάλη σημασία στην κατάρτιση των μέτρων για την πρόληψη και αντιμετώπισή τους.
Στη νομοθεσία, τα εγκλήματα μίσους τιμωρούνται συνήθως με πιο αυστηρές ποινές, καθώς το αδίκημα διαπράττεται με κίνητρο υποκινούμενο από διακρίσεις. Η αποτυχία να εξεταστούν αυτά τα κίνητρα σε υπόθεση εγκλήματος συνιστά έμμεση διάκριση σύμφωνα με την ΕΣΔΑ.[26] Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι κατά τον καθορισμό της κύρωσης πρέπει να συνυπολογίζονται τα κίνητρα που βασίζονται σε προκαταλήψεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου ως επιβαρυντική περίσταση. Επιπλέον, τέτοια κίνητρα πρέπει να καταγράφονται στην περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίσει να επιβάλει πιο αυστηρή ποινή.[27] Τουλάχιστον 14 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν ήδη συμπεριλάβει στη νομοθεσία τους το σεξουαλικό προσανατολισμό ως επιβαρυντική περίσταση στη διάπραξη εγκλήματος.[28]
Πολλές εκθέσεις μαρτυρούν ότι λίγα εγκλήματα τέτοιας φύσης καταγγέλλονται στην αστυνομία ή σε άλλη δημόσια αρχή. Το ενδεχόμενο εχθρότητας προς τις λεσβίες, τους ομοφυλόφιλους, τους αμφιφυλόφιλους και τους διαφυλικούς από την πλευρά των αστυνομικών, είτε όταν το ίδιο το θύμα μεταβαίνει στο αστυνομικό τμήμα, είτε με την πρωτοβουλία των ίδιων των αστυνομικών, αποτρέπουν την καταγγελία τέτοιων εγκλημάτων.[29]
Το δικαίωμα σε κρατική προστασία από κάθε μορφή βίας ή βλάβης, όπως κατοχυρώνεται στα Άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης, συνεπάγεται την εισαγωγή αποτελεσματικών μηχανισμών έρευνας σε περίπτωση φονικής βίας, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, είτε από αντιπρόσωπο του κράτους, είτε από ιδιώτη.
Το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι για ισχυρισμούς βίαιων πράξεων που ενέχουν διάκριση, μπορεί να χρειαστεί να υιοθετηθεί ειδική διαδικασία για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Σε υπόθεση που τέθηκε ενώπιον του, το Δικαστήριο δήλωσε ότι ένα μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει διακρίσεις βάσει στοιχείων που αποδεικνύουν τον αντίκτυπό του (δυσανάλογες επιζήμιες επιπτώσεις σε βάρος μίας συγκεκριμένης ομάδας), ακόμα κι όταν το μέτρο δεν στοχεύει ειδικά την ομάδα αυτή.[30] Όταν η χρήση βίας υποκινείται από ομοφοβικές ή τρανσφοβικές διακρίσεις, τα Άρθρα 2 και 3 σε συνδυασμό με το Άρθρο 14 (δικαιώματα και ελευθερίες της Σύμβασης που αναγνωρίζονται σε όλους αδιακρίτως) πρέπει να ωθούν τα κράτη να λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να καθορίζεται ο ρόλος των φερόμενων προκαταλήψεων και, κατά συνέπεια, να διασφαλίζεται ότι υπάρχει διάκριση, τόσο στο νόμο, όσο και στην πράξη, μεταξύ υποθέσεων που ενέχουν χρήση υπερβολικής βίας και υποθέσεων που αφορούν εγκλήματα μίσους. Τα κράτη οφείλουν να καταβάλουν ιδιαίτερη προσπάθεια για τη διερεύνηση κάθε ομοφοβικής ή τρανσφοβικής χροιάς σε πράξεις βίας, πόσω μάλλον από τη στιγμή που είναι δύσκολο να αποδειχθεί στην πράξη ένα ομοφοβικό ή τρανσφοβικό κίνητρο. Καθώς η διαδικασία της απόδειξης των κινήτρων υποκινούμενων από διακρίσεις είναι περίπλοκη και δύσκολη, η ποιότητα των ερευνών λαμβάνει ακόμα πιο σημαντικές διαστάσεις. Παρομοίως, η υποχρέωση εξέτασης υποθέσεων με ρατσιστική χροιά πρέπει να μην ενέχει διακρίσεις, όπως απαιτείται από το Άρθρο 14 της Σύμβασης.[31] Τέτοιες υποχρεώσεις είναι σαφώς εφαρμοστέες σε περίπτωση που το έγκλημα έχει διαπραχθεί με κίνητρο το σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου του θύματος.
3. Τα κράτη μέλη οφείλουν να εισαγάγουν κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να ενθαρρύνουν τα θύματα και τους μάρτυρες των εγκλημάτων μίσους ή άλλων κρουσμάτων μισαλλοδοξίας λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου να καταγγείλουν αυτές τις πράξεις. Τέτοια μέτρα περιλαμβάνουν:
α. την προετοιμασία και διάδοση ενός απλού και συνεκτικού ορισμού των «εγκλημάτων μίσους» που θα περιλαμβάνει το κίνητρο του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου και θα στοχεύει από τη μία το ευρύ κοινό προκειμένου τα εγκλήματα αυτά να καταγγέλλονται πιο συχνά και από την άλλη τις αστυνομικές υπηρεσίες όπου υποβάλλονται οι καταγγελίες,
β. την κατάρτιση επιμορφωτικών προγραμμάτων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διαφορετικές δομές των αρχών επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένου του δικαστικού συστήματος, κατέχουν τις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες για να προσφέρουν στα θύματα και τους μάρτυρες την κατάλληλη βοήθεια και υποστήριξη,
γ. τη δημιουργία ειδικών μονάδων επιφορτισμένων μεταξύ άλλων με τη διερεύνηση εγκλημάτων και κρουσμάτων, που σχετίζονται με το σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου, και την τοποθέτηση ειδικών αξιωματικών συνδέσμων με σκοπό τη διατήρηση επαφής με τις τοπικές κοινωνίες έτσι ώστε να καλλιεργηθεί μία σχέση εμπιστοσύνης,
δ. ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου και αποτελεσματικού μηχανισμού για την παραλαβή και τη διερεύνηση καταγγελιών για εγκλήματα μίσους ή κρούσματα μισαλλοδοξίας που εμφανίζονται διαπραχθέντα από προσωπικό επιβολής του νόμου, ιδίως σε περιπτώσεις που ο σεξουαλικός προσανατολισμός ή η ταυτότητα φύλου αποτελούν ένα από τα κίνητρα,
ε. την εισαγωγή συστημάτων ανώνυμων καταγγελιών, συστημάτων που επιτρέπουν την απευθείας ανάρτηση καταγγελιών στο διαδίκτυο, τη χρήση άλλων μέσων εύκολης πρόσβασης και τη δυνατότητα καταγγελιών από τρίτους με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών γι’ αυτά τα περιστατικά αλλά και τη συγκεκριμένη φύση των περιστατικών.
Επιπλέον, τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι λεσβίες, οι ομοφυλόφιλοι, οι αμφιφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί αντιμετωπίζονται χωρίς διακρίσεις στο πλαίσιο των δομών επιβολής του νόμου αλλά και άλλων δομών που έχουν συσταθεί για να ενθαρρύνουν τα θύματα και τους μάρτυρες να καταγγέλλουν τα εγκλήματα μίσους ή τα κρούσματα μισαλλοδοξίας. Τα μέτρα αυτά συνίστανται στη διασφάλιση κώδικα καλής συμπεριφοράς και τη διεξαγωγή επιμορφωτικών σεμιναρίων. Πρέπει, επίσης, να λάβουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι ομοφοβικές και τρανσφοβικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, όπως σεξουαλική κακοποίηση, αδικαιολόγητα ανάρμοστος σωματικός έλεγχος και υποτιμητική χρήση γλώσσας, αποφεύγονται σε αυτές τις δομές, και κατά περίπτωση, να χρησιμοποιούν μηχανισμούς πειθαρχικών ή ποινικών κυρώσεων.
4. Η χρήση βασανιστηρίων ή άλλης απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης απαγορεύεται αυστηρά από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Άρθρο 3). Άτομα που στερούνται την ελευθερία τους, συμπεριλαμβανομένων όσων βρίσκονται σε ψυχιατρικές κλινικές, και τα οποία βρίσκονται υπό τον έλεγχο και την ευθύνη κρατικών αρχών, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και, κατά συνέπεια, οι αρχές οφείλουν να τα προστατεύουν, τόσο από πράξεις δημόσιων λειτουργών, όσο κι από πράξεις άλλων κρατουμένων. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τις λεσβίες, τους ομοφυλόφιλους, τους αμφιφυλόφιλους και τους διαφυλικούς που είναι περισσότερο ευάλωτοι σε διάφορες καταχρήσεις των δικαιωμάτων τους και πιο πιθανό να υποστούν εκφοβισμό, βία, ταπείνωση, σεξουαλική επίθεση, βιασμό κι άλλες μορφές κακομεταχείρισης. Τα κράτη πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά ως προς τις προαναφερθείσες καταστάσεις, να διασφαλίσουν ότι τηρούνται οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου και να εισαγάγουν κατάλληλες και αποτελεσματικές διαδικασίες για τον καθορισμό της πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης των υπαιτίων ή για την αποτυχία στην επιτήρηση των χώρων κράτησης.
Όσον αφορά τους διαφυλικούς, οι αρχές πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές με την επιλογή της φυλακής (ανδρική ή γυναικεία) προκειμένου να προστατεύεται και να γίνεται σεβαστός ο σεξουαλικός προσανατολισμός του φυλακισμένου. Η σημασία της υποκειμενικής επιλογής ενός ατόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αντικειμενικά κριτήρια που σχετίζονται με την ταυτότητά του. Συνεπώς, ο σεβασμός για το σεξουαλικό προσανατολισμό δεν συνεπάγεται το δικαίωμα να επιλέγει κανείς αυθαίρετα το σεξουαλικό προσανατολισμό του. Σε περιπτώσεις που τα επίσημα έγγραφα είναι ανεπαρκή προκειμένου να επιλεγεί η κατάλληλη φυλακή, οι αρχές πρέπει να προχωρούν σε αντικειμενική αξιολόγηση της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο την υποκειμενική επιλογή του ατόμου και τα επίσημα έγγραφα αλλά, επίσης, για παράδειγμα, το βαθμό προόδου της διαδικασίας αλλαγής φύλου.
5. Για την καταπολέμηση των διακρίσεων είναι απαραίτητο να διεξάγεται σχετική έρευνα και να συλλέγονται δεδομένα για μέτρα και πρακτικές που ενέχουν διακρίσεις, ιδίως όταν εμπλέκονται «εγκλήματα μίσους» και «κρούσματα μισαλλοδοξίας» που σχετίζονται με σεξουαλικό προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου, λαμβάνοντας, δεόντως, υπόψη το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Ο Επίτροπος για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει επισημάνει την απουσία δεδομένων για την κατάσταση των διαφυλικών στην Ευρώπη, κυρίως σε κράτη μέλη που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.[32]
Τέτοιου είδους εργαλεία δεν πρέπει να περιορίζονται στην απλή καταγραφή περιστατικών αλλά να χρησιμεύουν και για μελλοντικές πρωτοβουλίες με σκοπό την αποφυγή τέτοιων περιστατικών και την ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα ομοφοβικής και τρανσφοβικής βίας, όπως επίσης τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων για την καταπολέμηση αυτού του είδους της βίας. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικά εργαλεία για την ανάλυση δεδομένων ενώ η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει καλύτερη ποσοτική και ποιοτική κατανόηση των διακρίσεων σε βάρος λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών, ιδίως σε περιπτώσεις εγκλημάτων μίσους. Πρέπει, επίσης, να ενθαρρύνουν ενεργά την έρευνα για τη φύση και τις αιτίες της εχθρικής ή αρνητικής συμπεριφοράς απέναντι σε λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς με σκοπό την κατάρτιση αποτελεσματικών πολιτικών για την καταπολέμηση αυτών των φαινομένων.
Β. «Μισαλλόδοξος λόγος»
6-8. Στη Σύσταση R (97) 20 της 30ης Οκτωβρίου 1997 για το «Μισαλλόδοξο λόγο», η Επιτροπή Υπουργών δήλωσε ότι ως «μισαλλόδοξος λόγος» νοείται κάθε μορφή έκφρασης, η οποία προπαγανδίζει, παροτρύνει, προωθεί ή δικαιολογεί το φυλετικό μίσος, τη ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό ή άλλες μορφές μίσους που οφείλονται στη μισαλλοδοξία, συμπεριλαμβανομένων των διακρίσεων και της εχθρότητας κατά των μειονοτήτων. Για τους σκοπούς αυτής της Σύστασης, ο όρος «μισαλλόδοξος λόγος» αποσκοπεί να καλύψει τέτοιες μορφές έκφρασης υποκινούμενης από τη μισαλλοδοξία ανεξαρτήτως του μέσου έκφρασης, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου και κάθε καινούριου μέσου ενημέρωσης.
Όπως επισημαίνει η Λευκή Βίβλος για το Διαπολιτισμικό Διάλογο, ο δημόσιος διάλογος πρέπει να σέβεται την πολιτισμική ποικιλομορφία.[33] Δημόσιες εκδηλώσεις ρατσισμού, ξενοφοβίας ή άλλης μορφής μισαλλοδοξίας, είτε από άτομα με δημόσιο αξίωμα, είτε από μέλη της κοινωνίας των πολιτών, πρέπει να απορρίπτονται και να καταδικάζονται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένου του Άρθρου 17. Οι ομοφοβικές δημόσιες δηλώσεις δημοσίων προσώπων είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές καθώς επηρεάζουν αρνητικά τη δημόσια γνώμη και τροφοδοτούν τη μισαλλοδοξία.
Στην ίδια Σύσταση, η Επιτροπή Υπουργών υποστηρίζει ότι «οι δημόσιες αρχές και οι δημόσιοι φορείς (...) φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη να απέχουν από δηλώσεις, κυρίως στα μέσα ενημέρωσης, που θα μπορούσαν εύλογα να νοηθούν ως μισαλλόδοξος λόγος (...) ή άλλες μορφές διακρίσεων ή μίσος λόγω ανεκτικότητας». (Αρχή 1). Παράλληλα, είναι σημαντικό οι επεμβάσεις στην ελευθερία έκφρασης να «οριοθετούνται στενά και να εφαρμόζονται με νόμιμο και μη αυθαίρετο τρόπο βάσει αντικειμενικών κριτηρίων [και] να υπόκεινται σε ανεξάρτητο δικαστικό έλεγχο» (Αρχή 3).
Το Δικαστήριο έχει ισχυριστεί ότι «οιοσδήποτε ασκεί το δικαίωμά του στην ελευθερία έκφρασης αναλαμβάνει ‘υποχρεώσεις και ευθύνες’ το πεδίο εφαρμογής των οποίων εξαρτάται από την κατάστασή του και τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί»[34] ενώ η άσκηση αυτών των ελευθεριών ενδέχεται να υπόκειται σε περιορισμούς, κυρίως όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων.[35] Το Δικαστήριο έχει, επίσης, κρίνει ότι ενώ το Άρθρο 10 αφήνει μικρό περιθώριο για περιορισμούς στον πολιτικό λόγο ή διάλογο, η άσκηση της ελευθερίας έκφρασης από εκλεγμένους πολιτικούς που παράλληλα κατέχουν δημόσιο αξίωμα στην εκτελεστική εξουσία συνεπάγεται ιδιαίτερη ευθύνη.[36] Τα άτομα αυτά πρέπει να ασκούν τη συγκεκριμένη ελευθερία με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι απόψεις τους μπορεί να εκληφθούν ως οδηγίες από δημόσιους υπαλλήλους των οποίων η θέση εργασίας και η καριέρα εξαρτώνται από την έγκρισή τους.
Αντίστοιχα, τα κράτη μέλη οφείλουν να κάνουν τις δημόσιες αρχές και φορείς – σε εθνικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο – να συνειδητοποιήσουν την ευθύνη τους να απέχουν από δηλώσεις, ιδίως στα μέσα ενημέρωσης, που μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι παροτρύνουν, προπαγανδίζουν ή προωθούν το μίσος ή άλλες μορφές διακρίσεων κατά λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών. Κατά τη διεξαγωγή διαλόγου με εκπροσώπους των διαφορετικών τομέων της κοινωνίας των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικών εταιρειών, συνδικάτων ή οργανώσεων εργοδοτών, πολιτικών οργανώσεων ή άλλων ΜΚΟ, όπως επίσης φιλοσοφικών ή θρησκευτικών κοινοτήτων, οι δημόσιοι λειτουργοί ή άλλοι αντιπρόσωποι του κράτους πρέπει, επίσης, να μεριμνούν για την προώθηση της ανεκτικότητας και του σεβασμού προς τις λεσβίες, τους ομοφυλόφιλους, τους αμφιφυλόφιλους και τους διαφυλικούς, μεταξύ άλλων, και τη χρήση υπεύθυνου και μη βίαιου λόγου.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η καταπολέμηση του μισαλλόδοξου λόγου ενδέχεται να μην απαιτεί τη συστηματική ποινικοποίηση κάθε έκφρασης υποκινούμενης από τη μισαλλοδοξία ενώ τα καταλληλότερα μέτρα και διαδικασίες εξαρτώνται από τους εφαρμοστέους εθνικούς κανονισμούς και τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Η Σύσταση R (97) 21 της Επιτροπής Υπουργών για τα μέσα ενημέρωσης και την προώθηση κλίματος ανεκτικότητας υπογραμμίζει τη σημασία των επαγγελματικών πρακτικών των μέσων ενημέρωσης και της ευθύνης που φέρουν να προστατεύουν τις διάφορες ομάδες αλλά και μεμονωμένα άτομα από αρνητικά στερεότυπα ή να δημοσιοποιούν τις θετικές τους συνεισφορές στην κοινωνία. Οι οργανώσεις μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων όσων δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο, πρέπει να ενθαρρύνονται να προωθούν, μέσω των δικών τους πρακτικών, ένα κλίμα σεβασμού, ανεκτικότητας και πολυμορφίας προκειμένου να αποφεύγονται αρνητικές και στερεότυπες παραστάσεις των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων και των διαφυλικών αλλά και η χρήση ταπεινωτικού υλικού ή σεξιστικής γλώσσας. Πρακτικές, που έχουν αναπτυχθεί σε ορισμένα κράτη, περιλαμβάνουν τη θέσπιση κώδικα καλής συμπεριφοράς για την αντιμετώπιση ζητημάτων που σχετίζονται με λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς κατά τρόπο που δεν ενέχει διακρίσεις. Μία εξίσου καλή πρακτική, που θα ήταν καλό να ενθαρρυνθεί, είναι η οργάνωση εκστρατειών για την ευαισθητοποίηση των μέσων ενημέρωσης σχετικά με την προώθηση θετικών παραστάσεων των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων και των διαφυλικών.
Δεδομένης της αυξανόμενης σημασίας του διαδικτύου και της δυσκολίας να εντοπίζονται και να τιμωρούνται όσοι διαπράττουν «μισαλλόδοξο λόγο» διαδικτυακά, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν ή να διατηρήσουν ένα σταθερό και επαρκές νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στα νέα μέσα ενημέρωσης και υπηρεσίες ή δίκτυα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του πεδίου του «μισαλλόδοξου λόγου» λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.[37] Τέτοιου είδους μέτρα πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Άρθρου 10 § 2 της Σύμβασης προκειμένου η επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη, να προβλέπεται από το νόμο και να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Τα κράτη οφείλουν μεταξύ άλλων να:[38]
- διασφαλίζουν ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου περιλαμβάνονται στα σχετικά κείμενα όσον αφορά την ποινικοποίηση παραβάσεων που διαπράττονται στο διαδίκτυο και να διώκουν τους υπαίτιους,
- ενθαρρύνουν συγκεκριμένα μέτρα προκειμένου να αποφεύγεται η διάδοση ομοφοβικού υλικού, οι απειλές ή οι προσβολές στο διαδίκτυο μέσω δικτυακού ελέγχου από τους παρόχους,
- βελτιώνουν τη διεθνή συνεργασία και αμοιβαία συνδρομή μεταξύ δικαστικών αρχών για την καταπολέμηση της διάδοσης μισαλλόδοξου υλικού μέσω του διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένου υλικού που βασίζεται στο σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου.
II. Ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι
9. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η θετική υποχρέωση των κρατών να διασφαλίζουν πραγματικό και ουσιαστικό σεβασμό της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι «είναι ιδιαίτερα σημαντική για άτομα με αντιδημοφιλείς απόψεις ή μέλη μειονοτήτων καθώς είναι πιο ευάλωτοι στη θυματοποίηση».[39]
Η έκθεση της Επιτροπής Νομικών Υποθέσεων και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 24ης Φεβρουαρίου 2009 σχετικά με την «κατάσταση των υπερασπιστών των δικαιωμάτων του ανθρώπου στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης» αποκαλύπτει ότι, ενώ οι δραστηριότητες των υπερασπιστών των δικαιωμάτων του ανθρώπου που ασχολούνται με ζητήματα λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών έχουν εντατικοποιηθεί τα τελευταία χρόνια στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, η τάση αυτή έχει έρθει αντιμέτωπη με έντονες αντιδράσεις και τα συγκεκριμένα άτομα διατρέχουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο.[40] Η έκθεση του ΟΑΣΕ «Υπερασπιστές των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην περιοχή του ΟΑΣΕ: προκλήσεις και καλές πρακτικές»[41] αναφέρει ότι τα εμπόδια στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι μπορεί να λάβουν τη μορφή άρνησης καταχώρησης, διάλυσης, απομάκρυνσης ή απειλών απομάκρυνσης από χώρους, ζημιών ή επιθέσεων σε χώρους, δυσφημιστικών εκστρατειών και καταχρήσεων φόρων. Η έκθεση επισημαίνει, επίσης, το ενδεχόμενο κατασταλτικών μέτρων: ποινικές κυρώσεις για μη καταχωρημένες δραστηριότητες, καταχρηστικές διώξεις, απαιτήσεις για υπέρογκα τέλη εγγραφής ή επανεγγραφής, έλεγχοι, επαληθεύσεις ή έρευνες από δημόσιους λειτουργούς, καταχρηστική ή ακόμα και παράνομη φορολόγηση.
Κάθε άτομο πρέπει να έχει τη δυνατότητα, χωρίς καμία διάκριση, να συστήνει και να εξασφαλίζει διαπιστεύσεις για ενώσεις που διαβιβάζουν πληροφορίες σε ή σχετικά με λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς, διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ τους ή υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους. Τα κράτη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι δεν γίνεται κατάχρηση των εννοιών της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ηθικής, της δημόσιας υγείας ή δημόσιας ασφάλειας που θα περιόριζε την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Η άρνηση καταχώρησης μίας ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε μία αντικειμενικά και ορθά αιτιολογημένη απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή. Κράτη όπου οι νόμοι ή οι πρακτικές απαγορεύουν τη σύσταση οργανώσεων για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων και των διαφυλικών, πρέπει να καταργούν τους εν λόγω νόμους ή πρακτικές και να επιτρέπουν την επανασύσταση σε περιπτώσεις που έχει διαταχθεί η διάλυση μίας τέτοιας οργάνωσης.[42] Τα κράτη οφείλουν, όχι μόνο να απέχουν από επεμβάσεις στις δραστηριότητες αυτών των ενώσεων που οδηγούν σε περιορισμό εισάγοντας διακρίσεις σχετικά με το δικαίωμά τους για ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, αλλά και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι οργανώσεις αυτές λειτουργούν ελεύθερα, να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους – όταν κρίνεται αναγκαίο - και να διευκολύνουν ή να ενθαρρύνουν την εργασία τους. Εκτός των άλλων, τα κράτη οφείλουν να επιδιώκουν τη συνεργασία μαζί τους σε συνεταιρική βάση κατά τη χάραξη και εφαρμογή δημόσιων πολιτικών έτσι ώστε να μπορεί να ακούγεται η φωνή τους.
10. Η πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδότηση για μη κυβερνητικές οργανώσεις πρέπει να διασφαλίζεται χωρίς διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου. Οι ΜΚΟ πρέπει να είναι ελεύθερες να ζητάνε και να λαμβάνουν εισφορές, δωρεές σε χρήμα ή σε είδος, τόσο από τις δημόσιες αρχές του ίδιου τους του κράτους, όσο κι από θεσμικούς ή μεμονωμένους δωρητές και άλλους κρατικούς ή πολυμερείς οργανισμούς, υποκείμενους μόνο στους γενικώς εφαρμοστέους νόμους για δασμούς, συνάλλαγμα, ξέπλυμα χρήματος αλλά και τους νόμους για τη χρηματοδότηση εκλογών και πολιτικών κομμάτων.[43]
11. Όπως έχει επισημάνει η Κοινοβουλευτική Συνέλευση,[44] οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων και των διαφυλικών είναι από τους πιο εκτεθειμένους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε επιθέσεις και καταχρήσεις των δικαιωμάτων τους, λόγω της ταυτότητάς τους ή του αντικειμένου εργασίας τους. Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη βελτίωση της προστασίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προώθηση των δραστηριοτήτων τους της 6ης Φεβρουαρίου 2008,[45] τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία, την προώθηση και το σεβασμό των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη διασφάλιση του σεβασμού των δραστηριοτήτων τους και τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την εργασία τους, επιτρέποντας σε μεμονωμένα άτομα, ομάδες και ενώσεις να αναπτύσσουν ελεύθερα τις δραστηριότητές τους σε νομική βάση και σύμφωνα με διεθνή πρότυπα, να προωθούν και να αγωνίζονται για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών χωρίς κανένα περιορισμό πέρα από όσους επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τα μέτρα αυτά μπορεί, για παράδειγμα, να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να δικτυώνονται, τόσο μεταξύ τους, όσο και με εθνικούς ανεξάρτητους φορείς προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαμεσολαβητές, μέσα ενημέρωσης, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς αλλά και την ενθάρρυνση των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων να συμμετέχουν σε επιμορφωτικά σεμινάρια, διεθνή συνέδρια και άλλες δραστηριότητες με αντικείμενο την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Ως προς αυτό, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να παρέχουν ταχεία βοήθεια και μέτρα προστασίας σε υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οποίων η ζωή απειλείται σε τρίτες χώρες, με το να παρευρίσκονται και να παρακολουθούν τις δίκες – όταν ενδείκνυται – και/ή, εφόσον είναι εφικτό, να εκδίδουν επείγουσα θεώρηση εισόδου (βίζα).
12. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται έντονα να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις για συνεργασία με οργανισμούς προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών, ανταλλαγή πληροφοριών και καλών πρακτικών για την αποφυγή διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, και προώθηση σεβασμού και ανεκτικότητας. Τα κράτη καλούνται, επίσης, να δρομολογήσουν δράσεις ευαισθητοποίησης για την ενθάρρυνση κλίματος εμπιστοσύνης και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των μελών διαφόρων κοινοτήτων και της δημόσιας διοίκησης. Τα κράτη μέλη οφείλουν να προβαίνουν σε κατάλληλες διαβουλεύσεις με οργανισμούς προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών σχετικά με την υιοθέτηση και εφαρμογή μέτρων που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
III. Ελευθερία έκφρασης και ειρηνικής συνάθροισης
13. Το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης, ιδίως το δικαίωμα του ατόμου να μοιράζεται και να εκφράζει την ταυτότητά του, είναι πρωταρχικής σημασίας για την προώθηση της πολυμορφίας και ανεκτικότητας στην κοινωνία.[46] Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η ελευθερία έκφρασης και ειρηνικής συνάθροισης δεν τυγχάνει εφαρμογής μόνο για πληροφορίες ή ιδέες που γίνονται ευμενώς δεκτές ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες αλλά και για όλες εκείνες που θίγουν, σκανδαλίζουν ή ενοχλούν. Αυτό απαιτούν η πολυφωνία, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν νοείται «δημοκρατική κοινωνία».[47]
Κάθε άτομο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και ειρηνικής συνάθροισης χωρίς διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα έκφρασης της ταυτότητας ή προσωπικότητας μέσω της ομιλίας, της στάσης, της ενδυμασίας, των σωματικών χαρακτηριστικών, της επιλογής ονόματος ή κάθε άλλου μέσου, όπως επίσης την ελευθερία αναζήτησης, λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων όσων σχετίζονται με τα δικαιώματα του ανθρώπου, το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, με οποιοδήποτε μέσο έκφρασης.[48]
Τα κράτη οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να ενθαρρύνουν τη λήψη και μετάδοση πληροφοριών και ιδεών που σχετίζονται με το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων που στηρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών, τη δημοσίευση υλικού, την κάλυψη στα μέσα ενημέρωσης, την οργάνωση και/ή συμμετοχή σε συνέδρια καθώς, επίσης, τη διάδοση και πρόσβαση σε πληροφόρηση σχετικά με πρακτικές ασφαλών σεξουαλικών πρακτικών. Πρέπει, επίσης, να ενθαρρύνουν την πολυφωνία και την απαγόρευση των διακρίσεων στα μέσα ενημέρωσης σχετικά με ζητήματα που αφορούν το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου.
14. Στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει παρατηρηθεί ότι η άσκηση της ελευθερίας έκφρασης και ειρηνικής συνάθροισης από λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς καθώς, επίσης, από οργανώσεις εκπροσώπησής τους, ενίοτε εγείρει εχθρότητα που μπορεί ακόμα να οδηγήσει και σε απαγόρευση «παρελάσεων υπερηφάνειας των ομοφυλόφιλων» (gay pride marches), βίαιες επιθέσεις κατά διαδηλωτών και ανικανότητα της αστυνομίας να προστατεύσει τους διαδηλωτές. Σε πολλές περιπτώσεις, έχει παρατηρηθεί ότι ενώ οι αρχές έχουν τη θετική υποχρέωση να προστατεύουν τους πολίτες κατά των διακρίσεων, στην ουσία επιδοκιμάζουν, στηρίζουν ενεργά ή διαπράττουν αυτές τις αδικίες ενθαρρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ομοφοβικές ή τρανσφοβικές συμπεριφορές και πράξεις.[49]
15. Τούτο σημαίνει ότι οι αρχές έχουν τη θετική υποχρέωση να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία και τη διασφάλιση του σεβασμού των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών που επιθυμούν να συγκεντρώνονται και να εκφράζονται, ακόμα κι αν οι απόψεις τους δεν είναι δημοφιλείς ή δεν τις ενστερνίζεται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Οι τοπικές αρχές, τα δικαστήρια, η αστυνομία και οι εθνικές δομές των δικαιωμάτων του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των διαμεσολαβητών, έχουν την υποχρέωση να προστατεύουν το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και ειρηνικής συνάθροισης, εκτός των άλλων, και των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών, αλλά και των οργανισμών προάσπισης των δικαιωμάτων τους.
Όσον αφορά συγκεκριμένα τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή Υπουργών στη Σύσταση της 19ης Σεπτεμβρίου 2001 για τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας[50] όρισε ότι η αστυνομία, στην άσκηση των δραστηριοτήτων της, «θα λαμβάνει πάντα υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα κάθε ατόμου, όπως την ελευθερία σκέψης, συνείδησης, θρησκείας, έκφρασης, ειρηνικής συνάθροισης, κυκλοφορίας και ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας» και ότι «το αστυνομικό προσωπικό θα ενεργεί με ακεραιότητα και σεβασμό προς τους πολίτες και με ιδιαίτερη προσοχή για την κατάσταση όσων ανήκουν σε ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες».
16. Ενώ η Σύμβαση επιτρέπει περιορισμούς στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης και συνάθροισης, οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να προβλέπονται από το νόμο και να είναι αναγκαίοι σε μία δημοκρατική κοινωνία προς το συμφέρον της εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας, για την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη των ποινικών παραβάσεων, για την προστασία της υγείας ή της ηθικής, και για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.[51] Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι οι έννοιες αυτές δεν χρησιμοποιούνται καταχρηστικά, οδηγώντας έτσι σε επέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης υπέρ λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών. Επιπλέον, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι ειρηνικές διαδηλώσεις – είτε πρόκειται για δικαιώματα λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών είτε για δικαιώματα άλλων - δεν πρέπει να απαγορεύονται απλά και μόνο εξαιτίας της ύπαρξης εχθρικών συμπεριφορών προς τους διαδηλωτές ή προς τις θέσεις που υποστηρίζουν. Αντιθέτως, τα κράτη έχουν καθήκον να λαμβάνουν εύλογα και κατάλληλα μέτρα καθιστώντας δυνατή την ειρηνική διεξαγωγή νόμιμων διαδηλώσεων.[52]
Το Δικαστήριο έχει ορίσει στη νομολογία του ότι μία διαδήλωση ενδέχεται «να ενοχλήσει ή να προσβάλει άτομα που είναι ενάντια στις ιδέες ή τις απαιτήσεις που αποσκοπεί να προβάλει. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τη διαδήλωση χωρίς να φοβούνται ότι θα υποστούν σωματική βία από τους αντιπάλους τους. [...] Σε μία δημοκρατία, το δικαίωμα της αντιδιαδήλωσης δεν μπορεί να επεκταθεί στην παρεμπόδιση της άσκησης του δικαιώματος διαδήλωσης».[53]
Σε κάθε περίπτωση, οι επεμβάσεις στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης πρέπει να «οριοθετούνται αυστηρά και να εφαρμόζονται με νόμιμο και μη αυθαίρετο τρόπο, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων», ενώ πρέπει να «υπόκεινται σε ανεξάρτητο δικαστικό έλεγχο».[54]
17. Οι δημόσιες αρχές, σε κάθε επίπεδο, πρέπει να παροτρύνονται να καταγγέλλουν δημόσια, κυρίως στα μέσα ενημέρωσης, κάθε παράνομη επέμβαση στο δικαίωμα ατόμου ή ομάδας ατόμων να ασκεί την ελευθερία έκφρασης και ειρηνικής συνάθροισης, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων, όπου τα εμπλεκόμενα μέρη επιθυμούν να υπερασπιστούν τις θέσεις των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών, και να υποστηρίξουν την άσκηση αυτού του δικαιώματος, ακόμα κι αν χρειαστεί να διαδηλώσουν στο πλευρό τους.
IV. Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής
18. Το δικαίωμα στην ελευθερία σεξουαλικής έκφρασης, ως στοιχείο της ιδιωτικής ζωής, προστατεύεται από το Άρθρο 8 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο καταδικάζει σθεναρά, τόσο την ύπαρξη νόμων που ποινικοποιούν τις ομόφυλες σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ συναινούντων ενηλίκων σε ιδιωτικό χώρο[55], όσο και τη νομοθεσία που ορίζει διαφορετική ηλικία συναίνεσης για τις ομόφυλες και τις ετερόφυλες σχέσεις.[56] Το Δικαστήριο έχει, επίσης, κρίνει ότι από τη στιγμή που αφορά μία από τις πιο ενδόμυχες πτυχές της ιδιωτικής ζωής του ατόμου, το περιθώριο εκτίμησης των κρατών που αναγνωρίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι στενό.
Τα κράτη οφείλουν να καταργήσουν κάθε νόμο που ποινικοποιεί ομόφυλες σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ συναινούντων ενηλίκων και να διασφαλίσουν ότι η νομολογία τους ορίζει την ίδια κατώτατη ηλικία συναίνεσης για ομόφυλες και ετερόφυλες σχέσεις. Οφείλουν, επίσης, να μεριμνήσουν για την κατάργηση διατάξεων του ποινικού δικαίου, οι οποίες λόγω της διατύπωσής τους, μπορεί να εφαρμοστούν κατά τρόπο που ενέχει διακρίσεις ή των οποίων το πεδίο εφαρμογής μπορεί να οδηγήσει σε έλεγχο ατόμων λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού τους ή της ταυτότητας φύλου.
19. Τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι τα προσωπικά δεδομένα που αναφέρονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου ενός ατόμου δεν συλλέγονται, αποθηκεύονται ή χρησιμοποιούνται με άλλο τρόπο από δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων, κατά κύριο λόγο, των δομών επιβολής του νόμου,[57] εκτός κι αν κάτι τέτοιο κρίνεται αναγκαίο για συγκεκριμένους, θεμιτούς και νόμιμους σκοπούς.
Τούτο ισχύει, κυρίως, για ποινικά μητρώα, αρχεία, φακέλους ή κάθε άλλο έγγραφο που σχετίζεται με ποινική έρευνα (για παράδειγμα, φακέλους που περιέχουν πληροφορίες για το σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου ατόμων που εξετάζονται ως θύματα, μάρτυρες ή δράστες σε δίκη), όπως, επίσης, τηρούμενα ειδικά αρχεία για λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς. Τηρούμενα αρχεία που περιέχουν τέτοιες πληροφορίες πρέπει να επανεξετάζονται με σκοπό την άμεση καταστροφή όσων αρχείων δεν τηρούν αυτές τις αρχές.[58]
Ασφαλώς, το όφελος της συλλογής στατιστικών για συμπεριφορές που ενέχουν διακρίσεις ή άλλα αδικήματα κατά λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών, υποκινούμενα από το σεξουαλικό προσανατολισμό τους ή την ταυτότητα φύλου, δεν είναι ασυμβίβαστο με την ανάγκη προστασίας προσωπικών δεδομένων που αφορούν το σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου – η οποία, μάλιστα, αποτελεί θεμιτό σκοπό – υπό την προϋπόθεση ότι τα στατιστικά αυτά στοιχεία συλλέγονται ανώνυμα ή καθίστανται ανώνυμα αμέσως μόλις δεν χρειάζονται, πλέον, σε αναγνωρίσιμη μορφή. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να εξυπηρετούν μόνο αυτούς τους σκοπούς και δεν πρέπει επ’ ουδενί να χρησιμοποιούνται για να λαμβάνονται αποφάσεις ή μέτρα σχετικά με πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα ή να συμπληρώνουν ή ακόμα και να διορθώνουν υπάρχοντα αρχεία χωρίς στατιστικό σκοπό.[59]
20-21. Δύο τομείς που προβληματίζουν τα διαφυλικά άτομα είναι οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τις διαδικασίες αλλαγής φύλου και το ζήτημα της νομικής αναγνώρισης.
Όπως επιβεβαιώνεται στη Σύσταση Rec(2007) 17 της Επιτροπής Υπουργών για τα πρότυπα και τους μηχανισμούς ισότητας των φύλων, «τόσο οι γυναίκες, όσο και οι άντρες έχουν το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα να αποφασίζουν για το ίδιο τους το σώμα, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας. Η αναγνώριση αυτή πρέπει να αντανακλάται στην ανάπτυξη, υλοποίηση, πρόσβαση σε έλεγχο και αξιολόγηση υπηρεσιών υγείας καθώς, επίσης, στις προτεραιότητες έρευνας».[60]
Σε ορισμένες χώρες, η πρόσβαση στις υπηρεσίες αλλαγής φύλου εξαρτάται από διαδικασίες, όπως μη αναστρέψιμη στείρωση, ορμονοθεραπεία, προκαταρκτικές χειρουργικές διαδικασίες ενώ, ενίοτε, ζητούνται αποδείξεις για την ικανότητα του ατόμου να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα με το καινούριο φύλο (η επονομαζόμενη «πραγματική εμπειρία ζωής»). Ως προς αυτό, είναι απαραίτητο να εξετάζονται οι ισχύουσες προϋποθέσεις και διαδικασίες προκειμένου να αποσύρονται όσες προϋποθέσεις κρίνονται δυσανάλογες. Πρέπει, ιδίως, να σημειωθεί ότι μερικά άτομα ενδέχεται να μην μπορέσουν, για ιατρικούς λόγους, να ολοκληρώσουν κάθε απαιτούμενο ορμονικό και/ή χειρουργικό βήμα. Ανάλογες παρατηρήσεις ισχύουν για τη νομική αναγνώριση της αλλαγής φύλου, η οποία μπορεί να εξαρτηθεί από διάφορες διαδικασίες και προαπαιτούμενα, συμπεριλαμβανομένων αλλαγών στο σώμα.
Το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της νομικής αναγνώρισης της νέας ταυτότητας φύλου των μετεγχειρητικών διαφυλικών ατόμων εδώ και αρκετά χρόνια. Στην υπόθεση B. κατά Γαλλίας της 25ης Μαρτίου 1992 και, κυρίως, στην υπόθεση Christine Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση του κράτους να αναγνωρίσει επισήμως ολοκληρωμένη εγχείριση αλλαγής φύλου συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 8.
Συνεπώς, τα κράτη έχουν τη θετική υποχρέωση να αναγνωρίζουν επισήμως τη νέα ταυτότητα ενός διαφυλικού ατόμου[61] που έχει υποβληθεί σε ολοκληρωμένη εγχείριση αλλαγή φύλου. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται την έκδοση επίσημων εγγράφων, όπως πιστοποιητικό γέννησης, δελτίο ταυτότητας, άδεια οδήγησης, διαβατήριο, κάρτα και αριθμό κοινωνικής ασφάλισης, εκλογικό αριθμό, αριθμό κτηματολογίου και φορολογικό μητρώο. Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει την «καίρια σημασία» της ερμηνείας και εφαρμογής της Σύμβασης κατά τρόπο που καθιστά τα δικαιώματά της πρακτικά και πραγματικά, όχι θεωρητικά και πλασματικά.[62] Τα κράτη έχουν υποχρέωση να εκδίδουν, για παράδειγμα, καινούρια πιστοποιητικά γέννησης, καθώς επίσης ανεπίσημα έγγραφα που δεν εκδίδονται από κρατικές υπηρεσίες, όπως διπλώματα, πιστοποιητικά εργασίας, ασφαλιστικά ή τραπεζικά έγγραφα, όπου κατόπιν αίτησης και εφόσον χρειάζεται, γίνονται οι απαραίτητες αλλαγές προκειμένου να συμβαδίζουν με τη νέα ταυτότητα φύλου του ενδιαφερομένου.
Τα κράτη οφείλουν, επίσης, να διασφαλίσουν ότι οι διαδικασίες για τη νομική αλλαγή φύλου και ονόματος είναι ταχείες, διαφανείς, προσβάσιμες και σέβονται τη σωματική ακεραιότητα και προσωπική ζωή του ατόμου (προκειμένου η αλλαγή φύλου να μη γίνεται αντιληπτή από τρίτους).
22. Τα διαφυλικά άτομα έχουν δικαίωμα να συνάπτουν γάμο με άτομο αντιθέτου φίλου, κατόπιν αλλαγής (φύλου) του τελευταίου, υπό την προϋπόθεση ότι η αλλαγή αυτή έχει αναγνωριστεί βάσει του εφαρμοστέου δικαίου και των παραγράφων 20 και 21. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι άτομα που έχουν υποβληθεί σε ολοκληρωμένη εγχείριση αλλαγής φύλου, έχουν το δικαίωμα να συνάψουν γάμο ενώ έκρινε ότι ο προσδιορισμός του φύλου στο εθνικό δίκαιο, για τους σκοπούς του γάμου, βάσει αυτού που δηλώθηκε κατά τη γέννηση αποτελεί περιορισμό που θίγει την ίδια την ουσία του δικαιώματος γάμου.[63] Επιπλέον, το Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι, ενώ το κείμενο του Άρθρου 12 αναφερόταν με ρητή διατύπωση στο δικαίωμα ενός άνδρα και μίας γυναίκας να συνάψουν γάμο, δεν πείστηκε ότι η διατύπωση αυτή θα μπορούσε να εξακολουθεί να αναφέρεται στον προσδιορισμό του φύλου βάσει καθαρά βιολογικών κριτηρίων.[64] Παρομοίως, η άρνηση χορήγησης σύνταξης χηρείας στον άγαμο διαφυλικό σύντροφο γυναίκας (το ζευγάρι δεν είχε καταφέρει να παντρευτεί εξαιτίας της νομοθεσίας για την αλλαγή φύλου), η οποία υπαγόταν σε καθεστώς σύνταξης που όριζε ότι οι παροχές ήταν καταβλητέες μόνο στον επιζώντα σύζυγό της, συνιστά διάκριση λόγω φύλου σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, όπως απεφάνθη το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[65]
23. Όπου η εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει δικαιώματα και επιβάλλει υποχρεώσεις στα άγαμα ζευγάρια, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι αυτό ισχύει, χωρίς διακρίσεις, τόσο για τα ομόφυλα, όσο και τα ετερόφυλα ζευγάρια. Το Δικαστήριο, για παράδειγμα, έχει ήδη εξετάσει μία σειρά ειδικών ζητημάτων υποστηρίζοντας ότι διαφορές που βασίζονται στο σεξουαλικό προσανατολισμό απαιτούν ιδιαιτέρως σοβαρές αιτιολογίες ενώ το περιθώριο εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα κράτη σε αυτόν τον τομέα είναι στενό. Για παράδειγμα, σε ζητήματα που αφορούν δικαιώματα μίσθωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αποκλεισμός επιζώντος ομόφυλου συντρόφου από τη μεταφορά του μισθωτηρίου συμβολαίου – την στιγμή που αυτό ίσχυε για τα άγαμα ετερόφυλα ζευγάρια – συνιστούσε διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού στην άσκηση του δικαιώματος για σεβασμό της κατοικίας, κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης.[66]
Στην υπόθεση Young κατά Αυστραλίας, η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έκρινε ότι η άρνηση του κράτους να χορηγήσει σύνταξη σε άτομο, που βρισκόταν σε ομόφυλη σχέση, με την αιτιολογία ότι δεν ανταποκρινόταν στον ορισμό «συντηρούμενο», συνιστούσε παραβίαση του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR), βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού του. Καταλήγοντας σε αυτό το συμπέρασμα, η Επιτροπή υπενθύμισε την πάγια νομολογία της σύμφωνα με την οποία κάθε διαφοροποίηση δεν συνιστά απαγορευμένη διάκριση βάσει του ICCPR, αρκεί να στηρίζεται σε εύλογα και αντικειμενικά κριτήρια. Παράλληλα, επεσήμανε ότι το συμβαλλόμενο κράτος δεν παρουσίασε επιχειρήματα για το κατά πόσον η διαφοροποίηση μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών που αποκλείονταν από συνταξιοδοτικές παροχές από το νόμο και άγαμων ετερόφυλων ζευγαριών που δικαιούνταν τέτοιες παροχές, ήταν εύλογη και αιτιολογημένη ενώ δεν προέβαλε στοιχεία που αποδείκνυαν την ύπαρξη παραγόντων που θα αιτιολογούσαν μία τέτοια διαφοροποίηση.[67]
24. Σε περιπτώσεις που η εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει τις καταχωρημένες σχέσεις μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, το νομικό καθεστώς, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους πρέπει να είναι ισοδύναμα με τα αντίστοιχα των ετερόφυλων ζευγαριών σε ανάλογη κατάσταση.[68] Εντούτοις, η αξιολόγηση, κατά πόσον στο εθνικό δίκαιο τα ομόφυλα ζευγάρια είναι σε «ανάλογη κατάσταση» με τα ετερόφυλα ζευγάρια, επαφίεται στην εκτίμηση των εθνικών αρχών, βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων της κάθε υπόθεσης.[69] Συνεπώς, σε ορισμένες περιστάσεις, τα ομόφυλα ζευγάρια μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση με τα ετερόφυλα ζευγάρια.
25. Υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα σύναψης γάμου, όπως ορίζεται στο Άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, αναφέρεται στον παραδοσιακό γάμο μεταξύ ατόμων του αντίθετου φύλου, κάτι που έχει επιβεβαιώσει σε διάφορες υποθέσεις το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μελέτη που εκπόνησε το Δανέζικο Ινστιτούτο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Νομικής Συνεργασίας (CDCJ) του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τις διάφορες μορφές έγγαμων και μη έγγαμων σχέσεων και συμβίωσης με σκοπό τον καθορισμό πιθανών μέτρων για την αποφυγή διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη της δυνατότητας σύναψης γάμου ή αναγνώρισης παρόμοιου καθεστώτος σχέσης για τα ομόφυλα ζευγάρια, έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ουσιαστική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών.[70]
Όταν το εθνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει, ούτε τις ομόφυλες καταχωρημένες σχέσεις, ούτε τα άγαμα ζευγάρια, τα κράτη μέλη οφείλουν τουλάχιστον να εξετάσουν τη δυνατότητα να παρέχουν στα ομόφυλα ζευγάρια νομικά ή άλλα μέσα για να αντιμετωπίσουν τα πρακτικά προβλήματα που προκύπτουν από αυτήν την έλλειψη νομικής αναγνώρισης, χωρίς καμία απολύτως διάκριση. Είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να οδηγήσει σε διακριτική μεταχείριση των ομόφυλων ζευγαριών όταν έχουν παρόμοιες ανάγκες. Ως προς αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη το 2000, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, στη Σύσταση 1474(2000), είχε καλέσει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νομοθεσία που θα περιείχε ρυθμίσεις για την καταχώρηση των σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών.[71]
26. Σύμφωνα με το Άρθρο 3 § 1 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, καθ’ όλη τη διάρκεια της οικογενειακής ζωής και όταν οι γονείς χωρίζουν ή παίρνουν διαζύγιο, σε όλες τις αποφάσεις γονικής μέριμνας ή κηδεμονίας (π.χ. φροντίδα και προστασία, παροχή εκπαίδευσης, διατήρηση προσωπικών σχέσεων, τόπος διαμονής του παιδιού, διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του παιδιού, νομική εκπροσώπηση, κλπ), πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.[72] Στην υπόθεση Salgueiro Da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας,[73] σχετικά με την ανάθεση επιμέλειας του παιδιού στην πρώην σύζυγο του προσφεύγοντα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό δικαστήριο είχε προβεί σε διάκριση λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του προσφεύγοντα, κάτι που απαγορεύεται από τη Σύμβαση. Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε σε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντα για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής (Άρθρο 8), σε συνδυασμό με απαγόρευση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού (Άρθρο 14).
27. Κανένα κράτος δεν υποχρεώνεται να επιτρέψει σε άγαμους την ατομική τεκνοθεσία. Σε περίπτωση που επιλέξουν να αναγνωρίσουν τέτοιες υιοθεσίες στο εθνικό τους δίκαιο, πρέπει να εφαρμόσουν τις νομικές αυτές διατάξεις, χωρίς καμία διάκριση.[74] Επομένως, οι λεσβίες, οι ομοφυλόφιλοι, οι αμφιφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί πρέπει να έχουν τη δυνατότητα ατομικής τεκνοθεσίας, υπό τους ίδιους όρους με τους ετερόφυλους σε ανάλογη κατάσταση, ενώ σε κάθε απόφαση που αφορά παιδιά, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.[75]
Το Δικαστήριο έχει ήδη ασχοληθεί με το ζήτημα των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού σχετικά με την υιοθεσία παιδιών από άγαμους. Στην υπόθεση Fretté κατά Γαλλίας, αφού διαπίστωσε ότι «η απόφαση [να απορρίψει την αίτησή του για άδεια υιοθεσίας] που προσέβαλε ο προσφεύγων, στηριζόταν αποφασιστικά στη δηλωμένη ομοφυλοφιλία του»,[76] το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία που προέβαλε η κυβέρνηση φαινόταν αντικειμενική και εύλογη και η καταγγελλόμενη διαφορετική μεταχείριση δεν ενείχε διακρίσεις, υπό την έννοια του Άρθρου 14 της Σύμβασης,[77] ενώ δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι αποφάσεις απόρριψης των αιτήσεων του προσφεύγοντα επεδίωκαν θεμιτό σκοπό, συγκεκριμένα την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων των παιδιών που θα εμπλέκονταν στη διαδικασία υιοθεσίας.[78] Αργότερα, στην υπόθεση Ε.Β. κατά Γαλλίας ενώπιον του Τμήματος Μείζονος Σύνθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός της προσφεύγουσας αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα στην απόφαση των αρχών να απορρίψουν την αίτησή της, η οποία ήταν απαραίτητη για να μπορέσει να υιοθετήσει παιδί. Παραπέμποντας στην απόφασή του στην υπόθεση Salgueiro da Silva Mouta, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι αρχές «είχαν προβεί σε διάκριση βάσει στοιχείων που αφορούσαν το σεξουαλικό προσανατολισμό της, διάκριση που απαγορεύει η Σύμβαση». Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση των Άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης.
28. Όταν το εθνικό δίκαιο επιτρέπει τις θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε άγαμες γυναίκες, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι η πρόσβαση σε τέτοιες θεραπείες δεν ενέχει διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.
V. Εργασία
29. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ζητήματα εργασίας μπορούν εξίσου να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του Άρθρου 8. Στην υπόθεση Niemietz κατά Γερμανίας,[79] το Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι «επιπλέον, φαίνεται να μην υπάρχει λόγος αρχής για τον οποίο η κατανόηση της έννοιας της «ιδιωτικής ζωής» πρέπει να αποκλείει δραστηριότητες επαγγελματικής ή επιχειρηματικής φύσης, καθώς, σε τελική ανάλυση, το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων έχει σημαντική, αν όχι τη μεγαλύτερη, ευκαιρία να αναπτύξει σχέσεις με τον έξω κόσμο κατά τη διάρκεια της εργασιακής του ζωής. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι [...] δεν είναι πάντα δυνατό να γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δραστηριοτήτων που αποτελούν μέρος της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής ζωής και των υπόλοιπων δραστηριοτήτων». Από αυτήν την άποψη, τα κράτη οφείλουν να διασφαλίσουν τη θέσπιση και εφαρμογή κατάλληλων νομοθετικών και άλλων μέτρων που προσφέρουν αποτελεσματική προστασία κατά των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου στην απασχόληση και την εργασία.
Στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα πρέπει να υιοθετηθούν μέτρα για τη διασφάλιση ίσων συνθηκών εργασίας για όλους (συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων πρόσληψης και προαγωγής) καθώς, επίσης, για την πρόληψη και καταπολέμηση διακρίσεων και παρενόχλησης λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου αλλά και όλων των μορφών θυματοποίησης, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων:
- υιοθέτηση κώδικα καλής συμπεριφοράς, τόσο για τους εργοδότες, όσο και για τους εργαζομένους,
- προγράμματα επιμόρφωσης και ευαισθητοποίησης για εργοδότες και εργαζομένους σχετικά με τέτοιου είδους διακρίσεις στο χώρο εργασίας αλλά και τις νομικές συνέπειες των πρακτικών διακρίσεων, με έμφαση στις διαδικασίες πρόσληψης και προαγωγής,
- διανομή ενημερωτικού υλικού στους εργαζομένους όπου εξηγούνται τα δικαιώματά τους, οι διαθέσιμοι μηχανισμοί υποβολής καταγγελιών και τα αποτελεσματικά ένδικα μέσα,
- προσπάθειες πρόσληψης που απευθύνονται σε λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς.
Τέτοια μέτρα πρέπει να αναπτυχθούν σε συνεργασία με υπάρχουσες ομάδες ή ενώσεις εργαζομένων που έχουν αναγνωριστεί ως αντιπροσωπευτικές των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών.
Ειδικότερα, τα κράτη οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να καταργήσουν νόμους, κανονισμούς και πρακτικές που ενέχουν διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, όσον αφορά την πρόσβαση και τη σταδιοδρομία σε ορισμένα επαγγέλματα και εργασίες, όπως οι ένοπλες δυνάμεις. Σχετικά με τις ένοπλες δυνάμεις, είναι απαραίτητη η θέσπιση και εφαρμογή μέτρων με σκοπό την προστασία κατά επεμβάσεων στην καθημερινή ζωή των μελών των ενόπλων δυνάμεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου (π.χ. έρευνες, προειδοποιήσεις, παρενόχληση, εκφοβισμός, σκληρές τελετές μύησης, ταπείνωση και άλλες μορφές κακής μεταχείρισης), σύμφωνα πάντα με τη νομολογία του Δικαστηρίου.[80] Συνεπώς, επιβάλλεται η εφαρμογή κώδικα καλής συμπεριφοράς και επιμορφωτικών προγραμμάτων για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου στις ένοπλες δυνάμεις με σκοπό την προώθηση της ανεκτικότητας και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπου.
Τα προαναφερθέντα ισχύουν με την επιφύλαξη της πιθανότητας μία διαφορετική μεταχείριση, η οποία βασίζεται σε χαρακτηριστικό που αφορά το φύλο, να μη συνιστά διάκριση όταν λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του περιεχομένου όπου αυτές πραγματοποιούνται, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, αρκεί ο σκοπός να είναι θεμιτός και η προϋπόθεση να είναι ανάλογη. Δεν θα υπάρξει παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων σε περίπτωση που η διαφορετική μεταχείριση ατόμων σε ανάλογες καταστάσεις έχει αντικειμενική και εύλογη αιτιολογία επιδιώκοντας ένα θεμιτό σκοπό και χρησιμοποιώντας μέσα που είναι ευλόγως ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.[81]
30. Οι διακρίσεις στην απασχόληση και την εργασία προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στους διαφυλικούς που πλήττονται σε μεγάλο βαθμό από την ανεργία και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Εξίσου υψηλά είναι τα ποσοστά των διαφυλικών οι οποίοι, είτε απολύονται, ιδίως κατά τη διαδικασία αλλαγής φύλου, είτε παραιτούνται για να αποφύγουν κάθε είδους παρενόχληση, είτε αποφασίζουν να μην προβούν σε αλλαγή φύλου για τους ίδιους λόγους.[82]
Συνεπώς, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την καταπολέμηση των διακρίσεων στην εργασία ισχύουν και σε ζητήματα ταυτότητας φύλου, να μεριμνήσουν για την αποφυγή περιττής δημοσιοποίησης του προηγούμενου φύλου ή ονόματος των διαφυλικών, τόσο στις διαδικασίες πρόσληψης, όσο και στην επαγγελματική ζωή,[83] και να καταρτίσουν προγράμματα που εστιάζουν συγκεκριμένα στις ευκαιρίες εργασίας για τους διαφυλικούς.
VI. Εκπαίδευση
31. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση κατοχυρώνεται στο Άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης. Η υγεία και η ανάπτυξη των νέων επηρεάζεται έντονα από το περιβάλλον όπου μεγαλώνουν ενώ το σχολείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, κυρίως βάσει της διαπίστωσης ότι οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου μεταξύ νέων αποτελούν παράγοντα που συμβάλλει στην απομόνωση, τη χαμηλή επίδοση και τη δυσφορία, ενώ μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε απόπειρα αυτοκτονίας. Το δικαίωμα των παιδιών να μην υπόκεινται σε διακρίσεις κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων τους κατοχυρώνεται, επίσης, στο Άρθρο 2 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού ενώ το Άρθρο 29§1 της ίδιας Σύμβασης προβλέπει ότι η εκπαίδευση του παιδιού πρέπει να αποσκοπεί στην «ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και στην πληρέστερη δυνατή ανάπτυξη των χαρισμάτων του και των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων του». Ως προς αυτό, η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού επισημαίνει ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί απαγορευμένο λόγο διάκρισης, ότι πολλές νεαρές λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι και διαφυλικοί δεν έχουν πρόσβαση στην κατάλληλη πληροφόρηση, υποστήριξη και απαραίτητη προστασία για να μπορέσουν να ζήσουν το σεξουαλικό προσανατολισμό τους και ότι πρέπει να προωθούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα των εφήβων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι έφηβοι απολαμβάνουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο υγείας, αναπτύσσονται κατά τρόπο ισορροπημένο και είναι επαρκώς προετοιμασμένοι για να περάσουν στην ενήλικη ζωή και να αναλάβουν εποικοδομητικό ρόλο στις κοινότητές τους και την κοινωνία γενικότερα.[84]
Συνεπώς, τα κράτη οφείλουν να διασφαλίσουν το δικαίωμα των παιδιών και των νέων για εκπαίδευση σε ασφαλές περιβάλλον, απαλλαγμένο από βία, εκφοβισμό, κοινωνικό αποκλεισμό ή άλλες μορφές διακριτικής και ταπεινωτικής μεταχείρισης που σχετίζονται με το σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου. Οφείλουν, επίσης, να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι διευθυντές και το εκπαιδευτικό προσωπικό είναι σε θέση να εντοπίσουν, να αναλύσουν, να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά και να καταπολεμήσουν κάθε μορφή διάκρισης λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου στα σχολεία ενώ η πειθαρχία στα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρέπει να επιβάλλεται κατά τρόπο συμβατό με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, χωρίς καμία τέτοια διάκριση. Οι λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι και διαφυλικοί μαθητές ή φοιτητές που υποφέρουν από αποκλεισμό ή βία, δεν πρέπει να διαχωρίζονται ή να απομονώνονται για λόγους προστασίας: το βέλτιστο συμφέρον τους πρέπει να καθορίζεται και να τηρείται σε συμμετοχική βάση ενώ τα μέτρα για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων πρέπει, πρωτίστως, να στοχεύουν τους δράστες.
32. Η αποτυχία να αντιμετωπιστεί το ζήτημα του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου μπορεί να έχει επιζήμιες συνέπειες στην αυτοεκτίμηση των νεαρών λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών. Επομένως, τα κράτη οφείλουν να θέσουν το ζήτημα του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου με σεβασμό και αντικειμενικότητα στα σχολικά προγράμματα ή, για παράδειγμα, σε τάξεις σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και πληροφόρησης για την υγεία, και να θεσπίσουν προγράμματα αρχικής και συνεχούς κατάρτισης ή υποστήριξης και καθοδήγησης για τους καθηγητές και το υπόλοιπο εκπαιδευτικό προσωπικό προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, ιδίως από τη σκοπιά της καταπολέμησης των διακρίσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων πρόσφατα υποστήριξε ότι δίνοντας επίσημη έγκριση ή επιτρέποντας τη χρήση σχολικών βιβλίων που περιέχουν αντι-ομοφυλοφιλικές δηλώσεις, το κράτος παρέβη τη θετική του υποχρέωση να διασφαλίσει την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος για προστασία της υγείας μέσω της χωρίς διακρίσεις εκπαίδευσης για τη σεξουαλική και την αναπαραγωγική υγεία, η οποία μάλιστα «περιλαμβάνει τη διασφάλιση ότι τα εκπαιδευτικά υλικά δεν ενισχύουν ταπεινωτικά στερεότυπα και δεν διαιωνίζουν μορφές προκατάληψης που συμβάλλουν στον κοινωνικό αποκλεισμό, τις ενσωματωμένες διακρίσεις και την άρνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που συχνά βιώνουν ιστορικά περιθωριοποιημένες ομάδες, όπως άτομα ομοφυλόφιλου προσανατολισμού».[85]
Τα κράτη οφείλουν, επίσης, να ενθαρρύνουν την πρόσβαση μαθητών και φοιτητών στην πληροφόρηση για το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου καθώς, επίσης, την υιοθέτηση κώδικα καλής συμπεριφοράς που καταδικάζουν την ομοφοβική ή τρανσφοβική στάση και κάθε μορφή άμεσης ή έμμεσης διακριτικής μεταχείρισης, να ετοιμάζουν και να διανέμουν εγχειρίδια για εκπαιδευτικούς και να οργανώνουν σχολικές εκστρατείες και πολιτιστικές εκδηλώσεις κατά της ομοφοβίας και της τρανσφοβίας, με τη συμμετοχή σχετικών φορέων – συμπεριλαμβανομένων, όταν ενδείκνυται, εκπροσώπων οργανώσεων για τις λεσβίες, τους ομοφυλόφιλους, τους αμφιφυλόφιλους και τους διαφυλικούς – αποσκοπώντας στην ευαισθητοποίηση για ζητήματα διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου μεταξύ εκπαιδευτικών, μαθητών, φοιτητών και γονέων.
Εκπαιδευτικές μέθοδοι, σχολικά προγράμματα και πόροι πρέπει να συμβάλουν στη βελτίωση της κατανόησης και του σεβασμού, μεταξύ άλλων, διαφορετικών ατόμων ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, συμπεριλαμβανομένων των ιδιαίτερων αναγκών μαθητών, φοιτητών, των γονέων και οικογενειών τους. Για παράδειγμα, τα κράτη οφείλουν να λάβουν μέτρα για να ανταποκριθούν επαρκώς στις ειδικές ανάγκες των διαφυλικών μαθητών στη σχολική τους ζωή (π.χ. διευκολύνοντας την αλλαγή ονόματος ή φύλου στα σχολικά έγγραφα).
Όλα τα μέτρα πρέπει να συνυπολογίζουν τα δικαιώματα των γονέων όσον αφορά την εκπαίδευση των παιδιών τους, όπως το δικαίωμα εξασφάλισης μόρφωσης και εκπαίδευσης σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 2 του 1ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
VII. Υγεία
33. Το διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου υποστηρίζει ότι κάθε άτομο δικαιούται ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής για την υγεία και ευημερία του ίδιου και της οικογένειάς του, συμπεριλαμβανομένης ιατρικής περίθαλψης και απαραίτητων κοινωνικών υπηρεσιών, και ότι τα κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα του καθενός για απόλαυση του μέγιστου δυνατού επιπέδου σωματικής και ψυχικής υγείας.[86] Η Σύσταση Rec(2006)18 της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη για υπηρεσίες υγείας σε πολυπολιτισμική κοινωνία, η οποία υιοθετήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2006, συνιστά στα κράτη να προσαρμόζουν τις υπηρεσίες υγείας τους στις ανάγκες των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, αναπτύσσοντας μεταξύ άλλων την «πολιτισμική δεξιότητα» των επαγγελματιών υγείας, που μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα να προσφέρουν αποτελεσματικές υπηρεσίες υγείας λαμβάνοντας δεόντως υπόψη, εκτός των άλλων, το σεξουαλικό προσανατολισμό του ασθενή.
Σύμφωνα με την έκθεση του FRA, πολλές λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι και διαφυλικοί υποφέρουν από διακρίσεις στον τομέα της ιατρικής περίθαλψης: για παράδειγμα, καλούνται να υποβληθούν σε ψυχιατρική θεραπεία ενώ οι ομοφυλόφιλοι άντρες συνεχίζουν να συνδέονται με τον ιό HIV, ακόμα και με παιδοφιλία.[87] Ως αποτέλεσμα, πολλές λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι και διαφυλικοί δεν αποκαλύπτουν το σεξουαλικό προσανατολισμό τους στον ιατρό τους και ακολουθούν θεραπεία εξαιτίας του φόβου διακρίσεων ή μισαλλόδοξων αντιδράσεων που μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα σωματικής αλλά και ψυχικής υγείας,[88] συμπεριλαμβανομένων διατροφικών προβλημάτων, κατάχρησης ναρκωτικών ή αλκοόλ, κατάθλιψης, αυτοκτονιών και αποπειρών αυτοκτονίας.[89]
Συνεπώς, τα κράτη οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι κάθε άτομο έχει πρόσβαση σε φορείς υγειονομικής περίθαλψης, αγαθά και υπηρεσίες, και στα ιατρικά του αρχεία, χωρίς διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.
Τα κράτη οφείλουν να εφαρμόσουν τις κατάλληλες πολιτικές και προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης έτσι ώστε όσοι εργάζονται στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να μπορούν να προσφέρουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο υγείας σε όλα τα άτομα, με πλήρη σεβασμό για το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου του καθενός. Τέτοιες πολιτικές και προγράμματα περιλαμβάνουν, για παράδειγμα:
- την ενθάρρυνση μελετών και έρευνας για την υγεία των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών προκειμένου να προσδιορίσουν και να ανταποκριθούν στις ιδιαίτερες ανάγκες τους,
- το συνυπολογισμό των ειδικών αναγκών των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών στην κατάρτιση των εθνικών προγραμμάτων υγείας, των ερευνών σχετικά με την υγεία, των προγραμμάτων ιατρικής επιμόρφωσης, των σεμιναρίων κατάρτισης και του επιμορφωτικού υλικού καθώς, επίσης, στον έλεγχο και την αξιολόγηση της ποιότητας των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης,
- τη διασφάλιση ότι τα προγράμματα και οι υπηρεσίες εκπαίδευσης, πρόληψης, περίθαλψης και θεραπείας στον τομέα της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας σέβονται την πολυμορφία των σεξουαλικών προσανατολισμών και την ταυτότητα φύλου και διατίθενται εξίσου σε όλους,
- την ενθάρρυνση των επαγγελματιών υγείας και κοινωνικών λειτουργών να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον καθησυχαστικό και ανοικτό προς τις νεαρές λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς, οργανώνοντας, για παράδειγμα, εκστρατείες ενημέρωσης. Όσον αφορά το ζήτημα του ποιος έχει πρόσβαση σε νοσηλευόμενο άτομο και ενημέρωση για την κατάσταση της υγείας του αλλά και εκείνο της λήψης ιατρικών αποφάσεων σε επείγουσες καταστάσεις, τα κράτη πρέπει να αναγνωρίζουν ως «συγγενή» το άτομο που θα έχει υποδείξει ο ίδιος ο ασθενής. Σε κάθε περίπτωση, οι εθνικοί κανόνες για ζητήματα σχετικά με τους «συγγενείς» πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.
34. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει καταστήσει απόλυτα σαφές ότι η ομοφυλοφιλία δεν πρέπει να θεωρείται αρρώστια, διαγράφοντάς την από τη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας το 1990 και αφαιρώντας την από τον κατάλογο νοσημάτων στο Συνέδριο του 1992, με ισχύ σε όλα τα κράτη που έχουν συνυπογράψει τον Καταστατικό Χάρτη του ΠΟΥ. Συνεπώς, τα κράτη οφείλουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να διαγραφεί ρητώς η ομοφυλοφιλία από τις εθνικές κατατάξεις νοσημάτων. Οφείλουν, επίσης, να διασφαλίσουν ότι κανένα άτομο δεν εξαναγκάζεται σε οποιαδήποτε θεραπεία, πρωτόκολλο ή ιατρική ή ψυχολογική εξέταση, ή βρίσκεται έγκλειστο σε νοσηλευτικό ίδρυμα, λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του ή της ταυτότητας φύλου.
35-36. Η νομολογία του Δικαστηρίου θεωρεί το δικαίωμα στο σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό ως μία από τις πτυχές του δικαιώματος για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 8 της Σύμβασης, και απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη να εγγυώνται τη δυνατότητα εγχείρισης για ολοκληρωμένη αλλαγή φύλου, και να διασφαλίζουν ότι τα ασφαλιστικά προγράμματα καλύπτουν τις «ιατρικά αναγκαίες» θεραπείες εν γένει, στις οποίες μπορεί να κατατάσσεται και η εγχείριση αλλαγής φύλου.[90] Σε περιπτώσεις που η νομοθεσία προβλέπει την κάλυψη αναγκαίων δαπανών υγειονομικής περίθαλψης από δημόσια ή ιδιωτικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, μία τέτοια κάλυψη πρέπει να διασφαλίζεται με εύλογο, μη αυθαίρετο και αμερόληπτο τρόπο,[91] λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη τη διαθεσιμότητα των πόρων.
Σχετικά με τις συνθήκες για τις διαδικασίες αλλαγής φύλου, το διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου ορίζει ότι κανένα άτομο δεν πρέπει να υποβάλλεται σε θεραπεία ή ιατρικό πείραμα χωρίς τη συναίνεσή του.[92] Επομένως, οι ορμονικές ή χειρουργικές θεραπείες που αποτελούν προϋπόθεση για τη νομική αναγνώριση αλλαγής φύλου (βλέπετε ανωτέρω §19) πρέπει να περιορίζονται σε όσες κρίνονται απολύτως αναγκαίες και με τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου προσώπου. Παρομοίως, πρέπει να καταργηθούν θεραπείες που υποχρεώνουν τα διαφυλικά άτομα να αποδεχθούν το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννησή τους ενώ τα κράτη οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι κανένα παιδί δεν προβαίνει σε αναστρέψιμες αλλαγές του σώματός του μέσω ιατρικών πρακτικών που επιβάλλουν μία ταυτότητα φύλου χωρίς την πλήρη, ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεσή του και σύμφωνα με την ηλικία και ωριμότητά του, εκτός εάν οι ιατρικές αυτές παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για άλλους λόγους υγείας.
VIII. Στέγαση
37. Τα κράτη οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν την ασφαλή μίσθωση και την πρόσβαση λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών σε οικονομικά προσιτή, κατοικήσιμη, προσβάσιμη, πολιτιστικά κατάλληλη και ασφαλή στέγαση, συμπεριλαμβανομένων καταυλισμών και άλλων μορφών έκτακτης φιλοξενίας, χωρίς καμία διάκριση.[93]
Σύμφωνα με αυτή την αρχή, πρέπει να ληφθούν μέτρα για την αποφυγή, για παράδειγμα, άρνησης πώλησης ή ενοικίασης στέγης, ή παροχής οικονομικής βοήθειας για την αγορά στέγης, ή αναγνώρισης των δικαιωμάτων του/της συντρόφου του/της μισθωτή/τριας, λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου. Στην υπόθεση Karner κατά Αυστρίας,[94] το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι ο αποκλεισμός του επιζώντα ομόφυλου άγαμου συντρόφου από την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τη μεταφορά του μισθωτηρίου συμβολαίου – η οποία ίσχυε για τους ετερόφυλους άγαμους συντρόφους – συνιστά διακριτική μεταχείριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού στην άσκηση του δικαιώματος για σεβασμό της κατοικίας, κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης. Για το σκοπό αυτό θα μπορούσε να διατίθεται ενημερωτικό υλικό σε ιδιοκτήτες και μισθωτές προκειμένου να εντοπίζουν και να αποτρέπουν κρούσματα διακρίσεων στη στέγαση.
Όσοι ισχυρίζονται ότι υπήρξαν θύματα σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου αναφορικά με το δικαίωμά τους για πρόσβαση σε στέγαση, πρέπει να έχουν πρόσβαση σε επαρκή, αποτελεσματικά, έννομα και άλλα κατάλληλα ένδικα μέσα.
38. Πολλές λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι και διαφυλικοί, ιδίως νεαρά άτομα, αντιμετωπίζουν την απόρριψη της ίδιας τους της οικογένειας και μπορεί να βρεθούν χωρίς στέγη. Ως προς αυτό, τα κράτη οφείλουν να θεσπίσουν κοινωνικά προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων υποστήριξης, για να αντιμετωπίσουν παράγοντες σχετιζόμενους με το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου που επιτείνουν το φαινόμενο της αδυναμίας στέγασης, κυρίως στα παιδιά και τους νέους,[95] καθώς, επίσης, να προωθήσουν προγράμματα υποστήριξης και ασφάλειας στις γειτονιές. Επιπλέον, οφείλουν να εφαρμόσουν προγράμματα επιμόρφωσης και ευαισθητοποίησης για να διασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες είναι ενήμερες και ευαισθητοποιημένες απέναντι στις ανάγκες όσων - ιδίως νεαρών λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών - αντιμετωπίζουν πρόβλημα έλλειψης στέγασης ή κοινωνικής μειονεξίας ως αποτέλεσμα σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.
IX. Αθλητισμός
39-41. Ο αθλητισμός μπορεί να διαδραματίσει καίριο ρόλο στην κοινωνική ένταξη και την προώθηση της ανεκτικότητας και του σεβασμού της πολυμορφίας στην κοινωνία. Λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι και διαφυλικοί βρίσκονται συχνά σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τη συμμετοχή τους σε αθλητικές δραστηριότητες, τόσο σε κοινές αθλητικές οργανώσεις, όσο και στο σχολείο. Η ομοφοβία, η τρανσφοβία και οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου στον αθλητισμό, τόσο μεταξύ των συμμετεχόντων, όσο και στις σχέσεις τους με τους θεατές, θεωρούνται απαράδεκτες και πρέπει να καταπολεμούνται, όπως ο ρατσισμός και άλλες μορφές διακρίσεων.
Συνεπώς, τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή των συστάσεων και αρχών περί αθλητισμού που έχουν υιοθετήσει τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης σε σχέση με το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, ανεξαρτήτως αν περιλαμβάνουν τέτοιες συγκεκριμένες αναφορές ή όχι. Τα κράτη οφείλουν να λάβουν υπόψη τη Σύσταση 1635 (2003) της ΚΣΣΕ της 25ης Νοεμβρίου 2003 για τις λεσβίες και τους ομοφυλόφιλους στον αθλητισμό, καλώντας τα κράτη «να συμπεριλάβουν την ομοφοβία και την υβριστική γλώσσα κατά λεσβιών και ομοφυλόφιλων ως λόγο κατηγορίας για διάκριση και παρενόχληση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, να ποινικοποιήσουν τα ομοφοβικά συνθήματα στις αθλητικές εκδηλώσεις ή γύρω από αυτές, όπως ήδη συμβαίνει με τα ρατσιστικά συνθήματα σε πολλά κράτη μέλη, και να διασφαλίσουν τη συμμετοχή ΜΚΟ από την κοινότητα των λεσβιών και ομοφυλόφιλων στις αθλητικές τους εκστρατείες και σε κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης». Παρομοίως, οφείλουν να εφαρμόσουν τις σχετικές διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη βία των θεατών και την ανάρμοστη συμπεριφορά στις αθλητικές συναντήσεις και ιδιαίτερα στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, του Ευρωπαϊκού Αθλητικού Χάρτη και της Σύστασης Γενικής Πολιτικής αριθ. 12 της ECRI,[96] προσαρμόζοντάς τες κατά τρόπο που καλύπτουν επίσης τις διακρίσεις κατά των αθλητών ή θεατών λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.
Οι αθλητικές δραστηριότητες και εγκαταστάσεις πρέπει να είναι προσβάσιμες σε όλους, χωρίς καμία διάκριση, συμπεριλαμβανομένου του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη οφείλουν να ενθαρρύνουν την κατάρτιση και διάδοση κώδικα καλής συμπεριφοράς σχετικά με ζητήματα που αφορούν τον αθλητισμό και το σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου με αποδέκτη τα αθλητικά σωματεία και ομίλους. Οφείλουν, επίσης, να ενθαρρύνουν τη συνεργασία μεταξύ οργανώσεων που εκπροσωπούν λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς και αθλητικών ομίλων αλλά και τις εκστρατείες για την καταπολέμηση των διακρίσεων στον αθλητικό χώρο, όπως, επίσης, να στηρίζουν αθλητικούς ομίλους που έχουν συσταθεί από τις ίδιες τις λεσβίες, τους ομοφυλόφιλους, τους αμφιφυλόφιλους και τους διαφυλικούς. Όσον αφορά τους διαφυλικούς πιο συγκεκριμένα, τα κράτη οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να βάλουν τέλος στον αποκλεισμό τους από αθλητικές δραστηριότητες ή αγώνες,[97] να άρουν τα εμπόδια που συναντούν κατά τη συμμετοχή τους στον αθλητισμό και να αναγνωρίσουν το προτιμώμενο φύλο τους, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στα αποδυτήρια, προς συμφέρον της ευγενούς άμιλλας.
X. Δικαίωμα αίτησης ασύλου
42. Στην Σύσταση 1470 (2000),[98] η Κοινοβουλευτική Συνέλευση επέκρινε το γεγονός ότι τα περισσότερα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν αναγνωρίζουν τις διώξεις ως έγκυρο λόγο αναγνώρισης ασύλου. Σημείωσε, επίσης, ότι οι ομοφυλόφιλοι που έχουν δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω των σεξουαλικών προτιμήσεων τους θεωρούνται πρόσφυγες, βάσει του Άρθρου 1.A.2. της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων ως μέλη «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» και, κατά συνέπεια, πρέπει να τους χορηγείται το καθεστώς του πρόσφυγα. Η Σύσταση Rec(2004)9 της Επιτροπής Υπουργών της 30ης Ιουνίου 2004 έδωσε ορισμό της έννοιας της «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» και όρισε κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται κατά πόσον ένα άτομο διώκεται λόγω συμμετοχής του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.[99] Σε περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη έχουν σχετικές διεθνείς υποχρεώσεις, οφείλουν να αναγνωρίζουν ότι ο δικαιολογημένος φόβος δίωξης λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου μπορεί να αποτελεί έγκυρο λόγο χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα και ασύλου βάσει του εθνικού δικαίου. Εντούτοις, η ερμηνεία της έννοιας της συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, υπό το φως της Σύμβασης του 1951, δεν πρέπει να επιβάλει στα κράτη υποχρεώσεις για τις οποίες δεν έχουν δεσμευτεί.
Σχετικά με τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου, το εντεταλμένο προσωπικό πρέπει να καταρτίζεται σχετικά με συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λεσβίες, οι ομοφυλόφιλοι, οι αμφιφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλο. Δεν πρέπει να απορρίπτεται αίτηση ασύλου με την αιτιολογία ότι ο/η αιτών/ούσα μπορεί να αποφύγει τη δίωξη στη χώρα καταγωγής του/της κρύβοντας το σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου του/της.
43. Η προστασία του δικαιώματος στη ζωή και η απαγόρευση των βασανιστηρίων συνεπάγονται την υποχρέωση για τα κράτη μέλη να μην απελαύνουν κανένα άτομο σε κράτος όπου ενδέχεται να υποστεί μεταχείριση αντίθετη με όσα προβλέπονται στα Άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης.[100] Σύμφωνα με το Άρθρο 33 της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, «Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ' οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους […] κοινωνικής τάξεως». Εάν ένα άτομο διατρέχει κίνδυνο να του επιβληθεί θανατική ποινή ή να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου στη χώρα καταγωγής του, τότε τα κράτη μέλη οφείλουν να αποφεύγουν την απέλασή του και, αντιθέτως, να του χορηγούν την αναζητούμενη προστασία. Σε περιπτώσεις που οι ομόφυλες σεξουαλικές σχέσεις θεωρούνται παράνομες σε ορισμένες κοινωνίες, η επιβολή σοβαρών ποινικών διώξεων που συνεπάγονται τους προαναφερθέντες κινδύνους θεωρείται εξίσου έγκυρος λόγος μη απέλασης στα συγκεκριμένα κράτη.
44. Σύμφωνα με τη θετική υποχρέωση των κρατών να προστατεύουν κάθε άτομο που στερείται την ελευθερία του (βλέπετε ανωτέρω § 4), και κυρίως όσους είναι σε ευάλωτη θέση, τα κράτη οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να προστατεύσουν τις λεσβίες, τους ομοφυλόφιλους, τους αμφιφυλόφιλους και τους διαφυλικούς πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλο από διάφορες καταχρήσεις των δικαιωμάτων, όπως εκφοβισμό, ταπείνωση, σεξουαλική επίθεση, βιασμό κι άλλες μορφές κακομεταχείρισης και να τους διασφαλίσουν αποτελεσματικά ένδικα μέσα σε περίπτωση τέτοιων καταχρήσεων.
Επιπλέον, τα κράτη οφείλουν να παρέχουν σε λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους και διαφυλικούς πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλο την κατάλληλη αρωγή και πληροφόρηση σχετικά με τα δικαιώματά τους, κυρίως σε ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, σε γλώσσα που κατανοούν. Το προσωπικό διοικητικών κέντρων κράτησης, το αστυνομικό και ιατρικό προσωπικό καθώς, επίσης, εθελοντικές οργανώσεις με πρόσβαση σε τέτοια μέρη, πρέπει να έχουν λάβει την κατάλληλη κατάρτιση και πληροφόρηση σχετικά με ζητήματα που αφορούν το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου.
XI. Εθνικές Δομές Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
45. Στις εθνικές δομές προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που ενδέχεται να περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται σε φορείς ισότητας και διαμεσολαβητές, πρέπει να δίνεται η ευρύτερη δυνατή εντολή για την αντιμετώπιση προβλημάτων διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένων όσων άπτονται του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου αλλά και πολλαπλών διακρίσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις «αρχές του Παρισιού» που διέπουν το καθεστώς και τη λειτουργία των εθνικών οργανισμών προστασίας και προώθησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.[101]
XII. Πολλαπλές διακρίσεις
46. Οι άνθρωποι δεν προσδιορίζονται από ένα και μόνο κριτήριο όπως το φύλο, το χρώμα του δέρματος, η εθνική, εθνοτική ή κοινωνική καταγωγή, η θρησκεία, η ηλικία ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Αντιθέτως, προσδιορίζονται από ποικίλες ταυτότητες με την αλληλεπίδραση πολλαπλών κριτηρίων. Γίνεται λόγος για πολλαπλές διακρίσεις όταν ένα άτομο υφίσταται διακρίσεις εξαιτίας της σχέσης του με τουλάχιστον δύο διαφορετικούς προστατευόμενους λόγους διάκρισης ή εξαιτίας του ιδιαίτερου συνδυασμού δύο, τουλάχιστον, τέτοιων λόγων. Η δεύτερη κατάσταση, συχνά, αναφέρεται ως διατομεακή διάκριση. Παράδειγμα διατομεακής διάκρισης είναι όταν μία λεσβία αντιμετωπίζεται λιγότερο ευνοϊκά, τόσο από μία ετερόφυλη γυναίκα, όσο και από έναν ομοφυλόφιλο άνδρα. [102]
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου είναι παράγοντες που σε συνδυασμό με έναν ή περισσότερους άλλους παράγοντες, όπως η φυλή ή το φύλο, επιδεινώνουν την ευάλωτη θέση των εμπλεκόμενων ατόμων. Συνεπώς, τα κράτη οφείλουν να γνωρίζουν την πραγματικότητα του φαινομένου πολλαπλής ή διατομεακής διάκρισης και να ενθαρρύνονται στη λήψη κατάλληλων μέτρων για τη διασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας.
Τα κράτη θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να αναπτύξουν στατιστικά εργαλεία που συνυπολογίζουν εμπειρίες πολλαπλής ή διατομεακής διάκρισης εξασφαλίζοντας παράλληλα το σεβασμό των θεμελιωδών αρχών που αφορούν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Επιπλέον, σε περιπτώσεις πολλαπλής ή διατομεακής διάκρισης πρέπει να εξετάζονται οι νομικές διατάξεις που απαγορεύουν τις διακρίσεις, ενώ στις εθνικές δομές δικαιωμάτων του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των φορέων ισότητας και των διαμεσολαβητών, πρέπει να δίνεται η ευρύτερη δυνατή εντολή προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν προβλήματα διακρίσεων βάσει διαφόρων λόγων, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του σεξουαλικού προσανατολισμό και της ταυτότητας φύλου.
[1]Βλέπετε, μεταξύ άλλων, Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2001, και Karner κατά Αυστρίας, απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003. http://www.coe.int/cm
[2]Βλέπετε Karner, παράγραφος 37.
[3]Βλέπετε Karner, παράγραφος 41 και Schlumpf, παράγραφος 115.
[4]Βλέπετε Karner, παράγραφος 41.
[5]Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, 27 Νοεμβρίου 2000.
[6]Βλέπετε, για παράδειγμα, την υπόθεση P. κατά S. και Cornwall County Council, αριθ. C-13/94, απόφαση της 30ης Απριλίου 1996 (διατίθεται μόνο στα αγγλικά), την υπόθεση Sarah Margaret Richardsκατά Secretary of State for Work and Pension, αριθ. C-423/04, απόφαση της 27ης Απριλίου 2007, και την υπόθεση K. B. κατά National Health Service Pensions Agency και Secretary of State for Health, αριθ. C-117/01, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004.
[7]Βλέπετε P. κατά S. και Cornwall County Council, παράγραφος 21 της απόφασης.
[8] Homophobia and Discrimination on the Grounds of Sexual Orientation and Gender Identity (Part Ι – Legal analysis and Part II – The social situation), διατίθεται στα αγγλικά στη σελίδα: http://www.fra.europa.eu.
[9]Διατίθεται μόνο στα αγγλικά στη σελίδα: http://www.osce.org/item/30553.html
[10]Διατίθεται μόνο στα αγγλικά στη σελίδα: http://www.osce.org/item/35711.html
[11] Άγιος Μαρίνος, Αλβανία, Ανατολικό Τιμόρ, Ανδόρα, Αργεντινή, Αρμενία, Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Βενεζουέλα, Βολιβία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Βραζιλία, Γαλλία, Γερμανία, Γεωργία, Γκαμπόν, Γουινέα-Μπισάου, Δανία, Εκουαδόρ, Ελβετία, Ελλάδα, Εσθονία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Ισπανία, Ισραήλ, Ιταλία, Καναδάς, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Κολομβία, Κούβα, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λίχτενσταϊν, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Μαυρίκιος, Μαυροβούνιο, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Νεπάλ, Νικαράγουα, Νορβηγία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Πολωνία, Πορτογαλία, Πράσινο Ακρωτήριο, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, Ρουμανία, Σάο Τομέ και Πρίνσιπε, Σερβία, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία, Τσεχία, Φινλανδία και Χιλή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ευθυγραμμίστηκαν με τη δήλωση αυτή τον Μάρτιο 2009.
[12]Στην υπόθεση Toonen κατά Αυστραλίας (Αναφορά αριθ. 488/1992, U.N. Doc CCPR/C/50/D/488/1992(1994)), η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αναγνώρισε ρητά ότι τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και λεσβιών κατοχυρώνονται στο σύστημα του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του ανθρώπου, σημειώνοντας ότι το Άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR) καλύπτει το «σεξουαλικό προσανατολισμό» υπό την έννοια του «γένους» που αναφέρει η συγκεκριμένη διάταξη. Στις υποθέσεις Young κατά Αυστραλίας [Αναφορά αριθ. 941/2000, U.N. Doc. CCPR/C/78/D/941/2000(2003)] και X κατά Κολομβίας [Αναφορά αριθ. 1361/2005, U.N. Doc. CCPR/C/89/D/1361/2005 (2007)], η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε για μία ακόμα φορά σχετικά με διάκριση σε βάρος ομόφυλου επιζώντος συντρόφου και το δικαίωμα λήψης συντάξεως χηρείας.
[13]Διατίθεται μόνο στα αγγλικά, Guidance Note on Refugee Claims Relating to Sexual Orientation and Gender Identity, Νοέμβριος 2008,
http://www.unhcr.org/refworld/topic,4565c22547,,48abd5660,0.html
[14]Βλέπετε το έγγραφο της Επιτροπής για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, παράγραφος 32:
http://www2.ohchr.org/english/bodies/cescr/docs/E.C.12.GC.20_fr.doc
[15]Τελικές παρατηρήσεις της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Παιδιού σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο (νήσο Μαν), 16 Οκτωβρίου 2000, έγγραφο CRC/C/15/Add. 134.
[16]Τελικές παρατηρήσεις της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Παιδιού σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο, 9 Οκτωβρίου 2002, έγγραφο CRC/C/15/Add. 188.
[17] Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1981,σειρά A αριθ. 45, σελ. 21, παράγραφος 41. Πρόκειται για την πρώτη υπόθεση όπου η Επιτροπή και το Δικαστήριο πήραν θέση κατά της ύπαρξης νόμων που ποινικοποιούν την ομοφυλοφιλία.
[18] Norrisκατά Ιρλανδίας, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1988, σειρά Aαριθ. 142, σελ. 18, παράγραφος 38.
[19] Sutherlandκατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 25186/94. Έκθεση της Επιτροπής της 1ης Ιουλίου 1997, μη δημοσιευμένη, η οποία επικρίνει τη νομοθεσία που προβλέπει υψηλότερη κατώτατη ηλικία συναίνεσης για τις ομοφυλοφιλικές αλλά και τις ετεροφυλοφιλικές σεξουαλικές δραστηριότητες των ανδρών.
[20]Πρωτίστως, Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 1999, L. και V. κατά Αυστρίας, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Karner κατά Αυστρίας, απόφαση της 24ης Ιουλίου 2004, B. B. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 10ας Φεβρουαρίου 2004.
[21]Απάντηση που υιοθέτησε η Επιτροπή Υπουργών στις 16 Ιανουαρίου 2008 κατά την 1015η συνεδρίαση των Αναπληρωτών Υπουργών – CM/Cong(2008)Rec211τελικό.
[22]Στην εισαγωγή της έκθεσης του ΟΑΣΕ: Νόμοι για τα εγκλήματα μίσους: πρακτικός οδηγός, (σελ. 7), τα εγκλήματα μίσους περιγράφονται ως «εγκλήματα υποκινούμενα από τη μισαλλοδοξία έναντι ορισμένων ομάδων της κοινωνίας». Στην ετήσια έκθεση του 2006, ο ΟΑΣΕ/ΓΔΘΔΑ δίνει έναν «ορισμό εργασίας», σύμφωνα με τον οποίο το έγκλημα μίσους είναι «κάθε ποινικό αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων εγκλημάτων που στρέφονται κατά προσώπων ή περιουσίας, όπου το θύμα, ο τόπος ή ο στόχος του αδικήματος έχουν επιλεγεί λόγω της πραγματικής ή εικαζόμενης σύνδεσης, υπαγωγής, προσήλωσης, υποστήριξης ή συμμετοχής σε μία ομάδα. Βλέπετε επίσης τον ορισμό του Υπουργείου Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου: http://www.homeoffice.gov.uk/crime-victims/reducing-crime/hate-crime/ ή του Γραφείου Δικαστικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών: A Policymaker’s Guide to Hate Crimes(Οδηγός πολιτικών ιθυνόντων για εγκλήματα μίσους):http://www.ncjrs.gov/pdffiles1/bja/162304.pdf.
[23]Βλέπετε ετήσια έκθεση του ΟΑΣΕ για το 2006, σελ. 9, http://www.osce.org/publications/odihr/2007/09/26296_931_en.pdf
[24]Βλέπετε έκθεση του ΟΑΣΕ: Νόμοι για τα εγκλήματα μίσους: πρακτικός οδηγός, σελ. 42, http://www.osce.org/publications/odihr/2009/03/36671_1263_en.pdf
[25] Βλέπετε ετήσια έκθεση του ΟΑΣΕ για το 2006, σελ. 53-54.
[26] Angelova και Iliev κατά Βουλγαρίας, αριθ. προσφυγής 55523/00, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2007, παράγραφος 115: «Κατά την εξέταση περιστατικών βίας, οι κρατικές αρχές είναι επιπλέον υποχρεωμένες να λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να αποκαλύπτουν ρατσιστικά κίνητρα και να διαπιστώνουν κατά πόσον το εθνοτικό μίσος ή η προκατάληψη έπαιξαν ρόλο στη διάπραξη της πράξης. Η αποτυχία να προχωρήσουν σε τέτοια μέτρα ή η αντιμετώπιση της βίας και της αγριότητας σε ισότιμη βάση με υποθέσεις χωρίς ρατσιστικό χαρακτήρα, θα σήμαινε ότι εθελοτυφλούν απέναντι στη συγκεκριμένη φύση των πράξεων που είναι ιδιαίτερα επιζήμιες στα θεμελιώδη δικαιώματα. Η αποτυχία να διαχωρίσουν τις διαφορετικές καταστάσεις ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής τους, μπορεί να αποτελέσει αδικαιολόγητη μεταχείριση που δεν συνάδει με το Άρθρο 14 της Σύμβασης».
[27]Στον πρακτικό οδηγό του ΟΑΣΕ (ό.π.) αναφέρεται (σελ. 36) ότι σε ορισμένα κράτη, οι λόγοι αύξησης της ποινής δεν καταγράφονται δημοσίως στερώντας έτσι από το νόμο μεγάλο μέρος της συμβολικής και στατιστικής του αξίας.
[28]Για παράδειγμα, το Άρθρο 132-77 του γαλλικού Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι «στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, οι ποινές που επιβάλλονται για έγκλημα ή πλημμέλημα θα είναι πιο αυστηρές όταν η παράβαση έχει διαπραχθεί λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του θύματος». Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) αναφέρει ότι 10 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν συμπεριλάβει το σεξουαλικό προσανατολισμό ως επιβαρυντική περίσταση στη διάπραξη αδικήματος. Οι χώρες αυτές είναι το Βέλγιο, η Δανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Φινλανδία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Βλέπετε Homophobia and Discrimination on grounds of sexual orientation in the EU member states (Part Ι – Legal analysis), σελ. 122, διατίθεται στα αγγλικά στη σελίδα: http://www.fra.europa.eu/fraWebsite/products/publications_reports/pub_cr_homophobia_0608_en.htm
Όσον αφορά τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην ίδια γραμμή έχουν κινηθεί η Ανδόρα, η Κροατία, η Ισλανδία και η Νορβηγία.
[29]Βλέπετε έκθεση του FRA – Μέρος ΙΙ, σελ. 46-47.
[30] Hugh Jordan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 24746/94, § 154, 4 Μαΐου 2001.
[31]Βλέπετε την επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου στην υπόθεση Nachova και λοιποί κατά Βουλγαρίας, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2004, παράγραφοι 155-162, σχετικά με φόνους που φέρουν ρατσιστική χροιά: «Το δικαίωμα στη ζωή υπό την έννοια του Άρθρου 2 της Σύμβασης, και η απαγόρευση των διακρίσεων εν γένει, αλλά και των ρατσιστικών και εθνοτικών διακρίσεων ειδικότερα, υπό την έννοια του Άρθρου 14, αντανακλούν τις βασικές αρχές των δημοκρατικών κοινωνιών που απαρτίζουν το Συμβούλιο της Ευρώπης. Πράξεις υποκινούμενες από το εθνοτικό μίσος που οδηγούν σε στέρηση της ζωής, υπονομεύουν τα θεμέλια αυτών των κοινωνιών και απαιτούν ιδιαίτερη επαγρύπνηση και αποτελεσματική ανταπόκριση από τις αρχές». Επιπλέον, η αποτυχία να διαχωρίσουν τις διαφορετικές καταστάσεις ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής τους, μπορεί να αποτελέσει αδικαιολόγητη μεταχείριση που δεν συνάδει με το Άρθρο 14 της Σύμβασης (βλέπετε, κατ’ αναλογία, Θλιμμένος κατά Ελλάδας [Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης], αριθ. προσφυγής 34369/97, παράγραφος 44, ΕΔΑΔ 2000-IV).
[32]Δικαιώματα του Ανθρώπου και Ταυτότητα Φύλου, Θεματικό Έγγραφο, Επίτροπος για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 29 Ιουλίου 2009, σελ. 9: https://wcd.coe.int/com.instranet.InstraServlet?Index=no&command=com.instranet.CmdBlobGet&InstranetImage=1331143&SecMode= 1&DocId=1433126&Usage=2
[33] Στο Τμήμα 5.1 της Λευκής Βίβλου, αναφέρεται ότι «τα κράτη πρέπει να διαθέτουν αυστηρή νομοθεσία προκειμένου να θέσουν εκτός νόμου το ‘μισαλλόδοξο λόγο’ και τις ρατσιστικές, ξενοφοβικές, ομοφοβικές, αντισημιτικές, ισλαμοφοβικές, αντι-αθιγγανικές και άλλες εκφράσεις που υποκινούν το μίσος ή τη βία».
[34] Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 7 Δεκεμβρίου 1976, σειρά Α αριθ. 24, σελ. 25, παράγραφος 49.
[35]Άρθρο 10 § 2 της Σύμβασης.
[36] Baczkowski και λοιποί κατά Πολωνίας, αριθ. προσφυγής 1543/06, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, παράγραφοι 98-99.
[37]Στο θέμα αυτό, βλέπετε επίσης το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο σχετικά με την ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης, οι οποίες διαπράττονται μέσω συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, Σειρά Συνθηκών Συμβουλίου της Ευρώπης, αριθ. 189.
[38] Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο της 30ης Ιανουαρίου 2003 έχει ήδη θεσπίσει την αρχή ότι πράξεις ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης, οι οποίες διαδίδονται μέσω συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, πρέπει να ποινικοποιούνται.
[39] Βλέπετε, για παράδειγμα, την υπόθεση Baczkowski και λοιποί κατά Πολωνίας, ό.π., παράγραφος 64.
[40] §§ 31-32 της έκθεσης.
[41]http://www.osce.org/publications/odihr/2008/12/35711_1217_en.pdf, σελ. 19 και επόμενες.
[42]Βλέπετε Προεδρικό Κόμμα της Μορδοβίας κατά Ρωσίας (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004), Ενωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας και λοιποί κατά Τουρκίας (απόφαση της 30ης Ιανουαρίου 1998), Μητροπολιτική Εκκλησία της Βεσσαραβίας και λοιποί κατά Μολδαβίας (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001) ή Ενωμένη Μακεδονική Οργάνωση IIinden – PIRIN και λοιποί κατά Βουλγαρίας (απόφαση της 20ης Οκτωβρίου 2005), και την παρακολούθηση της εκτέλεσης αυτών των αποφάσεων από την Επιτροπή Υπουργών (βλέπετε, για παράδειγμα, έγγραφο CM/Inf/DH(2007)8, 7 Φεβρουαρίου 2007).
[43]Βλέπετε τη σχετική Σύσταση CM/Rec(2007) 14 της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη για το νομικό καθεστώς των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην Ευρώπη.
[44]Βλέπετε το Ψήφισμα 1660 (2009) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης - Κατάσταση των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, παράγραφος 5.
[45]Διακήρυξη της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη βελτίωση της προστασίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προώθηση των δραστηριοτήτων τους (υιοθετήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2008 κατά την 1017η συνεδρίαση των Αναπληρωτών Υπουργών).
[46]Απάντηση της Επιτροπής Υπουργών της 16ης Ιανουαρίου 2008 στη Σύσταση 211 (2007) του Κογκρέσου των Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
[47] Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 7 Δεκεμβρίου 1976, αριθ. προσφυγής 5493/72, 1 EHRR 737, παράγραφος 49.
[48]Άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ της 16ης Δεκεμβρίου 1966, Άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
[49]Έκθεση του FRA, ό.π., «Ομοφοβία και διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Μέρος ΙΙ», σελ. 54-58.
[50]Σύσταση Rec(2001) 10 για τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας που υιοθέτησε η Επιτροπή Υπουργών στις 19 Σεπτεμβρίου 2001 κατά την 765η συνεδρίαση των Αναπληρωτών Υπουργών, παράγραφοι 43 και 44.
[51]Βλέπετε επίσης ΟΑΣΕ/ΓΔΘΔΑ – Επιτροπή Βενετίας «Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Ελευθερία Ειρηνικής Συνάθροισης», ιδίως την παράγραφο 69.
[52]Απάντηση της Επιτροπής Υπουργών της 16ης Ιανουαρίου 2008 στη Σύσταση 211 (2007) του Κογκρέσου των Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης, παράγραφος 3.
[53] Plattform “Ärzte für das Leben” κατά Αυστρίας, απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, σειρά Α αριθ. 139, σελ. 12, παράγραφος 32.
[54]Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών R (97) 20 για το «Μισαλλόδοξο Λόγο».
[55] Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 7525/76, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1981, Norris κατά Ιρλανδίας, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1986 και Μοδινός κατά Κύπρου, απόφαση της 23ης Απριλίου 1993. Βλέπετε επίσης A.D.T. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 35765/97, 30 Ιουλίου 2000, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η βρετανική νομοθεσία που απαγόρευε τις ομοφυλόφιλες σχέσεις μεταξύ ανδρών σε ιδιωτικό χώρο με τη συμμετοχή περισσότερων από δύο συντρόφων, συνιστούσε παραβίαση της Σύμβασης.
[56]Βλέπετε επίσης τις αποφάσεις L. και V. κατά Αυστρίας και S. L. κατά Αυστρίας, 9 Ιανουαρίου 2003.
[57] Η Σύσταση Rec(2001) 10 της Επιτροπής Υπουργών για τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας ορίζει ότι η αστυνομία μπορεί να επέμβει στο δικαίωμα του ατόμου στην ιδιωτική ζωή μόνο σε περίπτωση απόλυτης ανάγκης και μόνο για την επίτευξη θεμιτού σκοπού. Η συλλογή, αποθήκευση και χρήση προσωπικών δεδομένων από την αστυνομία θα πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διεθνείς αρχές περί προστασίας δεδομένων και, κυρίως, θα περιορίζεται στο βαθμό που κρίνεται αναγκαίος για την επίτευξη νόμιμων, θεμιτών και συγκεκριμένων σκοπών. Το μητρώο της αστυνομίας, που περιέχει πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του Άρθρου 8 της Σύμβασης.
[58]Όπως ήδη προβλέφθηκε το 1981 στη Σύσταση 924 (1981) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης.
[59]Σύσταση R(97) 18 της Επιτροπής Υπουργών, 30 Σεπτεμβρίου 1997, για «την προστασία των προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία για στατιστικούς σκοπούς», αρχές 3.3 και 4.1. Βλέπετε επίσης την έκθεση του FRA, Μέρος Ι, σελ. 145-148.
[61]Αποφάσεις: B. κατά Γαλλίας, 25 Μαρτίου 1992, σειρά A αριθ. 232-C, σελ. 52-54, Sheffield και Horsham κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 30ης Ιουλίου 1998, Συλλογή Αποφάσεων, 1998-V, σελ. 2021, Christine Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης], αριθ. προσφυγής 28957/95, 11 Ιουλίου 2002, §§ 89 και 124, ΕΔΑΔ 2002-VI και Grant κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 32570/03, ΕΔΑΔ 2006.
[62] Christine Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π., παράγραφος 74.
[63] Christine Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π., και Iκατά Ηνωμένου Βασιλείου, 11 Ιουλίου 2002, παράγραφοι 101 και 81.
[64]Ομοίως, §§ 100 και 80. Σημειώστε ότι αυτή η νομολογία δεν προετοιμάζει το έδαφος για γάμο ομόφυλων ζευγαριών, καθώς το Δικαστήριο απλά αποδέχεται την έννοια του «κοινωνικού φύλου» ως καθοριστικό παράγοντα για τον προσδιορισμό του φύλου. Υπάρχει, ωστόσο, υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με την ακύρωση πολιτικού γάμου μεταξύ δύο ατόμων του ίδιου φύλου, βάσει, κυρίως, της αιτιολογίας ότι στην εν λόγω νομοθεσία, «ο γάμος είναι η ένωση μεταξύ ενός άνδρα και μίας γυναίκας». Υπόθεση Chapin και Charpentier κατά Γαλλίας, αριθ. προσφυγής 40183/07, βλέπετε τη Συλλογή Κοινοποιημένων Προσφυγών: Πραγματικά Περιστατικά και Ερωτήσεις προς τα μέρη:
http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?item=1&portal=hbkm&action=html&highlight=40183/07&sessionid=30302497&skin=hudoc- cc-fr.
[65] K. B. κατά National Health Service Pensions Agency και Secretary of State for Health, ΔΕΚ, αριθ. C-117/01, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004.
[66] Karner κατά Αυστρίας, αριθ. προσφυγής 40016, 24 Ιουλίου 2003, παράγραφοι 37-42.
[67]Βλέπετε Young κατά Αυστραλίας (Αναφορά αριθ. 941/2000, U.N. Doc. CCPR/C/78/D/941/2000(2003)), παράγραφος 10.2. Ανάλογες παρατηρήσεις διατυπώθηκαν στην υπόθεση X κατά Κολομβίας (Αναφορά αριθ. 1361/2005, U.N. Doc. CCPR/C/89/D/1361/2005 (2007), παράγραφος 7.2).
[68]Για μία πλήρη ανασκόπηση των εθνικών κανονισμών σχετικά με τις ομόφυλες σχέσεις στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, βλέπετε τη μελέτη που εκπόνησε το Δανέζικο Ινστιτούτο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Νομικής Συνεργασίας (CDCJ) του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τις διάφορες μορφές έγγαμων και μη έγγαμων σχέσεων και συμβίωσης με σκοπό τον εντοπισμό πιθανών μέτρων για την αποφυγή διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, έγγραφο CDCJ(2009)9, σελ. 18-22.
[69] Tadao Maruko κατά Versorgungsanstalt der Deutschen Bühnen, αριθ. C-267/06, παράγραφοι 65-73.
[70]Μελέτη για την CDCJ, ό.π., σελ. 23.
[71]Πιο πρόσφατα, στις 14 Ιανουαρίου 2009, και σε εφαρμογή της αρχής της ισότητας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε τα κράτη μέλη που δεν είχαν ακόμη λάβει νομοθετικά μέτρα, να προχωρήσουν προς αυτήν την κατεύθυνση προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι διακρίσεις που βιώνουν ορισμένα ζευγάρια λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού τους.
[72]Αναφορικά με την ταυτότητα φύλου, αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να σημαίνει ότι σε περίπτωση που ένας από τους γονείς αλλάξει φύλο, η αλλαγή αυτή δεν πρέπει ούτε να επηρεάσει την αρχική γονική ιδιότητα ούτε να αποτελέσει σχετικό ζήτημα κατά την εξέταση γονικού δικαιώματος.
[73] Salgueiro Da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 1999, παράγραφοι 34-36.
[74]Βλέπετε Ε.Β. κατά Γαλλίας.
[75]Βλέπετε το Άρθρο 3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
[76] Fretté κατά Γαλλίας, απόφαση της 26ης Μαΐου 2002, παράγραφος 37.
[77]Ομοίως, παράγραφος 43.
[78]Ομοίως, παράγραφος 38.
[79]Βλέπετε Niemietz κατά Γερμανίας, αριθ. προσφυγής 13710/88, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, παράγραφος 29.
[80]Βλέπετε Smith και Grady κατά Ηνωμένου Βασιλείου και Lustig-Prean και Beckett κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 27ης Δεκεμβρίου 1999. Το ζήτημα των διακρίσεων κατά λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών στις ένοπλες δυνάμεις αναφέρεται επίσης σε σχέδιο σύστασης της Επιτροπής Υπουργών για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μελών των ενόπλων δυνάμεων.
[81]Βλέπετε επίσης τη Σύσταση CM/Rec(2010)4 της Επιτροπής Υπουργών για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μελών των ενόπλων δυνάμεων (υιοθετήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2010 κατά την 1077η συνεδρίαση των Αναπληρωτών Υπουργών).
[82] Η εργασία είναι, εκτός των άλλων, ζωτικής σημασίας για την πρόσβαση σε ορισμένες θεραπείες αλλαγής φύλου, καθώς μπορεί να προσφέρει ασφαλιστική κάλυψη υγείας.
[83]Σύμφωνα με την έκθεση του FRA (Μέρος Ι, σελ. 155), ακόμα και μετά την επίσημη αναγνώριση αλλαγής φύλου, είναι δυνατή η συλλογή πληροφοριών για το παρελθόν ατόμων, κυρίως στο πλαίσιο αναζήτησης εργασίας, μέσω πρόσβασης σε ορισμένα αρχεία. Το ΔΕΚ, στην υπόθεση P. κατά S. και Cornwall City Council (C-13/94), καταδίκασε την απόλυση ατόμου για λόγο που σχετιζόταν με αλλαγή φύλου με την αιτιολογία ότι συνιστούσε διάκριση λόγω φύλου.
[84]Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Γενικό Σχόλιο αριθ. 4 (2003): «Υγεία και ανάπτυξη εφήβων στο πλαίσιο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού», 1 Ιουλίου 2003.
[85]Βλέπετε: Διεθνές Κέντρο Νομικής Προστασίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (INTERIGHTS) κατά Κροατίας – Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης αριθ. καταγγελίας 45/2007, απόφαση της 30ης Μαρτίου 2009, παράγραφοι 60-61.
[86]Άρθρο 25 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Άρθρο 12 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα.
[87]Έκθεση του FRA, Μέρος ΙΙ, σελ. 78.
[88]Σχετικά με την άρνηση αποκάλυψης του σεξουαλικού προσανατολισμού στους ιατρούς εξαιτίας του φόβου διακρίσεων, παρατηρείται σαφής τάση για ψυχολογικά προβλήματα, αυτοκτονίες και απόπειρες αυτοκτονίας μεταξύ λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών, και ιδιαιτέρως μεταξύ νεαρών λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών.
[89]Βλέπετε επίσης το Ψήφισμα 1608 (2008) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης για τις «αυτοκτονίες παιδιών και εφήβων στην Ευρώπη: ένα σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας», κυρίως τις παραγράφους 9 και 10.
[90] Van Kück κατά Γερμανίας, αριθ. προσφυγής 35968/07, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, παράγραφοι 73-86.
[91]Βλέπετε L. κατά Λιθουανίας, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, §59, και Schlumpf κατά Ελβετίας, αριθ. προσφυγής 29002/06, απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 2009, §115.
[92]Στο θέμα αυτό, βλέπετε το Γενικό Σχόλιο αριθ. 14 της Επιτροπής για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, §8, και τη Σύμβαση του Οβιέδο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τη Βιοϊατρική της 4ης Απριλίου 1997, CETS αριθ. 164, Κεφάλαιο II.
[93]Γενικό Σχόλιο αριθ. 4 της Επιτροπής για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα σχετικά με το Άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ICESCR), έγγραφο Ε/1992/23. Βλέπετε επίσης Karner κατά Αυστρίας, ό.π., σχετικά με το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Η πρόταση για μία Ευρωπαϊκή Οδηγία σχετικά με την εφαρμογή της αρχής ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού, προβλέπει ρητά την προστασία λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών κατά των διακρίσεων στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης.
[94] Karner κατά Αυστρίας, ό.π., παράγραφοι 37-42.
[95]Όπως κοινωνικός αποκλεισμός, ενδοοικογενειακή ή άλλη βία, διακρίσεις, έλλειψη οικονομικής ανεξαρτησίας και απόρριψη από οικογένειες ή πολιτιστικές κοινότητες.
[96]Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη βία των θεατών και την ανάρμοστη συμπεριφορά στις αθλητικές συναντήσεις και ιδιαίτερα στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, CETSαριθ. 120, 19 Αυγούστου 1985. Ευρωπαϊκός Αθλητικός Χάρτης, Σύσταση R(92)13 revτης Επιτροπής Υπουργών που υιοθετήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1992. Σύσταση Γενικής Πολιτικής αριθ. 12 της ECRI για την καταπολέμηση του ρατσισμού και των ρατσιστικών διακρίσεων στον αθλητισμό (υιοθετήθηκε από την ECRI στις 19 Δεκεμβρίου 2008).
[97] Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Στοκχόλμης που υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή τον Μάιο 2004, η οποία ορίζει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων ένα άτομο μπορεί να διαγωνιστεί σε αθλητική οργάνωση με φύλο διαφορετικό από αυτό που του είχε αποδοθεί κατά τη γέννησή του.
[98]Σύσταση 1470 (2000), 30 Ιουνίου 2000, για το καθεστώς των ομοφυλόφιλων, των λεσβιών και των συντρόφων τους σχετικά με το άσυλο και τη μετανάστευση στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
[99] Σύσταση Rec(2004)9, 30 Ιουνίου 2004, για την έννοια της «συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στο πλαίσιο της Σύμβασης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων. Η Σύσταση ορίζει ότι η «‘ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα’ είναι μια ομάδα της οποίας τα μέλη χαρακτηρίζονται ή τους αποδίδεται ένα κοινό χαρακτηριστικό, πλην του φόβου δίωξης και που αντιμετωπίζονται ως ομάδα από την κοινωνία ή χαρακτηρίζονται ως ομάδα από το κράτος ή από τους διώκτες. Οι διώξεις που πλήττουν την ομάδα μπορεί να αποτελέσουν ουσιαστικό στοιχείο για τον καθορισμό του διακριτού χαρακτήρα της». Προβλέπει, επίσης, ότι «η έννοια της συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά και ολοκληρωμένα, υπό το φως του σκοπού και του αντικειμένου της Σύμβασης του 1951. Όμως, η ερμηνεία της δεν πρέπει να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης επιβάλλοντας στα κράτη υποχρεώσεις που δεν έχουν αναλάβει» και ότι «η απλή συμμετοχή σε μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, με τα χαρακτηριστικά που περιγράφηκαν παραπάνω, δεν θεμελιώνει, κατ ́ αρχήν, τη βασιμότητα της αίτησης αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα. Κάθε αίτηση ασύλου πρέπει να εξετάζεται εξατομικευμένα λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση μεταξύ της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας και του πραγματικού κινδύνου δίωξης που επικαλείται ο ενδιαφερόμενος. Περαιτέρω, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής. Όμως, μπορεί σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις η απλή συμμετοχή στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα να αποτελεί επαρκή λόγο φόβου δίωξης».
[100] Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 7ης Ιουνίου 1989. Το Δικαστήριο έχει ήδη εφαρμόσει τον Κανόνα 39 των Κανόνων του Δικαστηρίου σχετικά με απέλαση ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο να υποβληθούν σε μεταχείριση αντίθετη με τα Άρθρα 2 και/ή 3 της Σύμβασης λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού τους σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους (για παράδειγμα, απελάσεις στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν ή το Ιράν). Οι υποθέσεις αυτές δεν έχουν ακόμη εξεταστεί επί της ουσίας.
[101]Τις «Αρχές του Παρισιού», που διέπουν το καθεστώς και τη λειτουργία των εθνικών οργανισμών προστασίας και προώθησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με το ψήφισμα 48/134 της 20ης Δεκεμβρίου 1993 (A/RES/48/134).
[102]Δανέζικο Ινστιτούτο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: “Tackling multiple discrimination – Practices, policies and laws” [Αντιμετώπιση των πολλαπλών διακρίσεων – Πρακτικές, πολιτικές και νόμοι], έκθεση για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Σεπτέμβριος 2007. Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών αναγνώρισε το φαινόμενο των πολλαπλών διακρίσεων στο Παγκόσμιο Συνέδριο κατά του Ρατσισμού, των Φυλετικών Διακρίσεων, της Ξενοφοβίας και της συναφούς Μισαλλοδοξίας, Ντέρμπαν, Νότια Αφρική, 2001 (Έκθεση, δήλωση υπ’ αριθ. 2, έγγραφο A/CONF.189/12, σ. 5).