Παρέμβαση Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού,
Λήδας Κουρσουμπά, στο Συνέδριο «Η Στρατηγική του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα άτομα με αναπηρίες 2017 – 2023» στο πλαίσιο της Προεδρίας της Κύπρου της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης
Υποβοηθούμενη λήψη αποφάσεων μέσα από την προοπτική των δικαιωμάτων του παιδιού
Supported decision making from the perspective of the rights of the child
28 Μαρτίου 2017,
09:00 - 10:30
Στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η αναπηρία αναγνωρίζεται ως μια κατάσταση η οποία απορρέει και εξελίσσεται από την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε άτομα με ανεπάρκειες και περιβαλλοντικά εμπόδια και στάσεις, τα οποία παρεμποδίζουν την πλήρη και αποτελεσματική τους συμμετοχή στην κοινωνία σε ίση, με τους άλλους, βάση. Δεδομένων των παγιωμένων κοινωνικών στάσεων και των εδραιωμένων αντιλήψεων και προκαταλήψεων, τα παιδιά, παραμένουν μια από τις κοινωνικές ομάδες της οποίας η αναγνώριση ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας παραμένει, ακόμη και στις πλέον δημοκρατικές χώρες, μια ανοιχτή πρόκληση. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, τα παιδιά με αναπηρίες, συνιστούν μια από τις πλέον, ανομοιογενείς και ταυτόχρονα πλέον, αποδυναμωμένες κοινωνικά ομάδες. Μια από τις ομάδες του πληθυσμού που πέραν από την πολιτική αντιπροσώπευση, παραμένουν χωρίς φωνή, στο περιθώριο της κοινωνίας.
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 20 Νοεμβρίου του 1989, είναι το σημαντικότερο και ισχυρότερο νομικό εργαλείο που διαθέτουν οι σύγχρονες κοινωνίες στην προσπάθεια να αναγνωρίσουν και να ενσωματώσουν τα παιδιά, και εν προκειμένω, ειδικότερα τα παιδιά με αναπηρίες, ως ισότιμα τους μέλη, με πλήρη σεβασμό στην ιδιαιτερότητα και την πολυμορφία που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα.
Η Σύμβαση είναι ένα μοναδικό νομικά δεσμευτικό κείμενο το οποίο θέτει τις βασικές αρχές και προϋποθέσεις για τη σωστή μεταχείριση και το σεβασμό των δικαιωμάτων των παιδιών. Προχωρώντας πέραν από την παραδοσιακή θεώρηση των παιδιών, ως εν δυνάμει ενηλίκων, επιχειρεί να εισαγάγει μια «νέα παιδική ηλικία» βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτής της νέας παιδικότητας τα παιδιά αναγνωρίζονται ως υποκείμενα δικαιωμάτων: ως ολοκληρωμένες δηλαδή ανθρώπινες υπάρξεις οι οποίες ενθαρρύνονται να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή των ομάδων όπου είναι ενταγμένα στο βαθμό που μπορούν, κατά τρόπο ενεργητικό, αναλαμβάνοντας ευθύνες και συμμετέχοντας στη λήψη αποφάσεων.
Η Σύμβαση, επιχειρεί να αγγίξει κάθε πτυχή στη ζωή των παιδιών επιδιώκοντας «να προωθήσει και να προστατέψει […] τα δικαιώματα των παιδιών σε κάθε λεωφόρο της ζωής» (Προοίμιο των Προαιρετικού Πρωτοκόλλου, 2000). Παράλληλα, είναι η πρώτη τέτοια Συνθήκη στην οποία γίνεται ρητή αναφορά στα δικαιώματα και τις ανάγκες των παιδιών με πνευματικές ή σωματικές αναπηρίες. Το άρθρο 23 (1) της Σύμβασης, ορίζει ότι «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν ότι τα πνευματικά ή σωματικά ανάπηρα παιδιά πρέπει να διάγουν πλήρη και αξιοπρεπή ζωή, σε συνθήκες οι οποίες εγγυώνται την αξιοπρέπειά τους, ευνοούν την αυτονομία τους και διευκολύνουν την ενεργό συμμετοχή τους στη ζωή του συνόλου».
Παρά το γεγονός ότι ο όρος «παιδί με αναπηρίες» δεν καθορίζεται στη Σύμβαση, η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού παροτρύνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να θεσμοθετήσουν ένα κατάλληλο ορισμό ο οποίος να διασφαλίζει την συμπερίληψη σε αυτόν όλων των παιδιών με αναπηρίες προκειμένου αυτά να είναι σε θέση να επωφελούνται από την ειδική προστασία και τα προγράμματα που αναπτύσσονται για αυτά. (General Comment No. 9, 2006, CRC/C/GC/9).
Μια από τις πλέον ριζοσπαστικές πτυχές της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος του παιδιού στη συμμετοχή. Η κατοχύρωση δηλαδή του δικαιώματος του παιδιού να διαμορφώνει ελεύθερα άποψη, να μπορεί να την εκφράζει ελεύθερα και αυτή να λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων για θέματα που το αφορούν.
Το δικαίωμα του παιδιού στη συμμετοχή διασφαλίζει, πρωτίστως, το άρθρο 12 της Σύμβασης. Σύμφωνα με αυτό:
1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να διασφαλίζουν στο παιδί που είναι ικανό να σχηματίσει τις δικές τους απόψεις, το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης των απόψεων του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που το αφορά, δίνοντας στις απόψεις του παιδιού το απαιτούμενο βάρος σύμφωνα με την ηλικία του και το βαθμό ωριμότητάς του.
2. Για το σκοπό αυτό, στο παιδί πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να ακούγεται από οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά, είτε άμεσα είτε μέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρμόδιου οργανισμού, κατά τρόπο συμβατό με τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νομοθεσίας.
Ενδεικτικό της θεμελιώδους σημασίας της συμμετοχής του παιδιού στη νέα θεώρηση της παιδικότητας την οποία εισάγει η Σύμβαση, είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, έχει καθορίσει τη συγκεκριμένη πρόνοια, ως μια από τις τέσσερις βασικές αρχές της Σύμβασης, οι οποίες θα πρέπει να λειτουργούν καθοδηγητικά κατά την εφαρμογή κάθε άλλου άρθρου της Σύμβασης. Oι άλλες τρεις βασικές αρχές της Σύμβασης είναι η Αρχή του Δικαιώματος στη Ζωή, την Επιβίωση και την Ανάπτυξη, η Αρχή της Μη Διάκρισης και η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού.
Mε βάση την Αρχή της Μη Διάκρισης, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 2 της Σύμβασης, το Κράτος έχει νομική υποχρέωση, να αναγνωρίζει και να σέβεται το δικαίωμα κάθε του παιδιού στη συμμετοχή, περιλαμβανομένων, φυσικά, και των παιδιών με αναπηρίες.
Πέραν από θεμελιώδες δικαίωμα, η συμμετοχή του παιδιού, λειτουργεί προς όφελος και εξυπηρετεί πρωτίστως, το δικό του συμφέρον. Κάθε παιδί, έχει αποκλειστικότητα στη δική του μοναδική προσωπική εμπειρία, η οποία, ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη και πολύτιμη κατά την αξιολόγηση της επίδρασης της όποιας απόφασης/ επιλογής/ πολιτικής στη ζωή του παιδιού. Η Σύμβαση δεσμεύει, τα Κράτη, τους οργανισμούς και τα άτομα που λαμβάνουν αποφάσεις για παιδιά, να το πράττουν υπηρετώντας την προοπτική της εξυπηρέτησης του συμφέροντος του παιδιού. Όπως έχει ήδη εξηγηθεί, αυτό προϋποθέτει την ουσιαστική συμμετοχή του παιδιού.
Στη βάση των πιο πάνω, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η υποχρέωση της πολιτείας, να διασφαλίζει τις συνθήκες που θα επιτρέπουν σε κάθε παιδί, τη δυνατότητα να διαμορφώσει αλλά και να εκφράσει άποψη. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνονται, η διαμόρφωση ενός θετικού πλαισίου συμμετοχής και παράλληλα, του απαραίτητου νομικού πλαισίου, καθώς και η ενδυνάμωση του παιδιού και η καλλιέργεια δεξιοτήτων συμμετοχής.
Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών παραπέμποντας σε ερευνητικά δεδομένα, προκειμένου να υποστηρίξει, ότι το παιδί είναι σε θέση να διαμορφώσει άποψη από πολύ μικρή ηλικία, ακόμη και όταν δεν είναι σε θέση να τις εκφράσει λεκτικά. Στη βάση αυτής της θέσης, η Επιτροπή υποδεικνύει ότι πλήρης εφαρμογή του άρθρου 12 προϋποθέτει την αναγνώριση και το σεβασμό και των μη λεκτικών μορφών επικοινωνίας, περιλαμβανομένων αυτού του παιχνιδιού, της γλώσσας του σώματος, τις εκφράσεις του προσώπου, το σχέδιο και τη ζωγραφική, μέσα από τα οποία ακόμη και τα πιο μικρά παιδιά είναι σε θέση να επιδείξουν κατανόηση, να κάνουν επιλογές και προτιμήσεις. Η Επιτροπή, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, υποδεικνύει την υποχρέωση του Κράτους, να διασφαλίζει την εφαρμογή του συγκριμένου δικαιώματος σε παιδιά που δυσκολεύονται να διαμορφώσουν δικές τους απόψεις κάνοντας, μάλιστα, σαφή αναφορά στα παιδιά με αναπηρίες.
Η υποβοηθούμενη λήψη αποφάσεων, είναι ένα από τα σύγχρονα εργαλεία που διαθέτουμε προκειμένου να υποστηρίξουμε τη συμμετοχή παιδιών και ενηλίκων – με νοητικές, αναπτυξιακές ή άλλες, σοβαρής μορφής, αναπηρίες - στη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν. Μέσα από τη διαδικασία υποβοηθούμενης λήψης αποφάσεων, θέματα σημαντικά όπως η θεραπεία που θα λάβει ένα παιδί ή/και οι επιλογές που θα γίνουν κατά τη μετάβασή του στην ενήλικη ζωή, αλλά και λιγότερο σημαντικά, δεν αποτελούν αποκλειστική ευθύνη/ δικαίωμα των γονιών/ κηδεμόνων ή των ενήλικων προσώπων που τα φροντίζουν. Με άλλα λόγια η υποβοηθούμενη λήψη αποφάσεων δίνει τη δυνατότητα, στο κάθε άτομο, να λάβει αποφάσεις ή στην περίπτωση που αφορά παιδιά, να έχουν συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την ίδια τους τη ζωή.
Αντίθετα, αναγνωρίζοντας πλήρως το δικαίωμα του παιδιού στη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων που το αφορούν και με πλήρη σεβασμό στις αναπτυσσόμενες του ικανότητες και τη διακριτή του προσωπικότητα ως υποκείμενο δικαιωμάτων, το εμπλέκουμε στη διαδικασία, στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Πάντα φυσικά, με, με γνώμονα η απόφαση που θα ληφθεί να εξυπηρετεί πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού. Αποτελεσματική εφαρμογή της διαδικασίας υποβοηθούμενης λήψης αποφάσεων προϋποθέτει, αφενός την ενδυνάμωση του παιδιού, μέσα από μια εξατομικευμένη εκπαίδευση και την κατάρτιση, των ενηλίκων που θα λειτουργήσουν υποστηρικτικά προς το παιδί και, αφετέρου, ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο, το οποίο, θα διασφαλίζει την εγκυρότητα της απόφασης.
Είναι με λύπη που παρατηρώ, ότι, στο κυπριακό πλαίσιο, έχουμε ακόμη μεγάλη απόσταση να διανύσουμε μέχρι να εξασφαλίσουμε συνθήκες που να επιτρέπουν αποτελεσματική εφαρμογή του δικαιώματος του παιδιού στη συμμετοχή γενικά, πόσο δε μάλλον της υποβοηθούμενης λήψης αποφάσεων, για τα παιδιά με αναπηρίες. Ως Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, διατηρώ σταθερά ως μια από τις βασικές μου προτεραιότητες την ενδυνάμωση των παιδιών και τη δημιουργία δομών και διαδικασιών, περιλαμβανομένης και της υποβοηθούμενης λήψης αποφάσεων, που θα επιτρέπουν την ουσιαστική συμμετοχή των παιδιών και εργάζομαι προς την κατεύθυνση αυτή, μέσα από την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των παιδιών, των επαγγελματιών που ασχολούνται με παιδιά, καθώς και του ευρύτερου κοινού καθώς επίσης και μέσα από παρεμβάσεις μου τόσο προς την Εκτελεστική όσο και προς τη Νομοθετική εξουσία.